Σελίδες

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Η ΣΚΛΗΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ.



  1. The evacuation of Bouyoukdere was preceded by that of Phanaraki, Cavak and Doumoushdere, of Bazekioi (16 April (1915)) and Avaskioi of the district of Derkos. The inhabitants of those villages too were unable to take any of their belongings with them and in some villages, as in Doumoushdere, they were compelled to sign a declaration that they abandoned their villages of their own accord and from fear.»
    «On the 1st of June (1915) the inhabitants of Pyrgos (of the district of Derkos), consisting of 3000 persons, were ordered at night to abandon their villages and men, women with their babies, children and old people, in want of everything, after trudging for three hours on foot, reached Bouyoukdere, whence they were taken to the interior of the country and compelled to settle in the Turkish villages of Ik-Kiol and Soulio, of the District of Nicaea, and forbidden to go to Constantinople, where many of them had relatives and friends. The deportations took place exactly at the same time of their cabbage harvest, which product was afterwards seized by the Turkish refugees along with all their properties.»
    «On June 4 (1915), the evacuation of Koutali, -an island in the sea of Marmora, -was ordered and its inhabitants, consisting of 1800 persons, were deported to the interior of Anatolia. The old men and children were settled in the Turkish village of Soussouglou, but being without any shelter, and deprived of everything, they endure the worst of sufferrings; the rest were sent to the village of Michalitsi of the district of Nicaea, undergoing all the consequences of weather changes. Their properties and houses were seized by the free-booters of the neighbouring community of Arapis, who established themselves in their homes.»
    Persecution of the Greeks in Turkey since the beginning of the European War. Translated from official Greek documents by Carroll N. Brown Ph.D and Theodore P. Ion D.C.L. Oxford University Press 1918. pp 41-42.
    Read it online: http://archive.org/stream/persecutionsofgr00greece#page/n1/mode/2up

  2. Ιστορία
    Για την Ελλάδα και την Μικρασία αν δεν είχε συμβεί η Καταστροφή του 1922 (Η γνώμη του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου)
    8 Φεβρουαρίου 2014 • 0 Comments

    Στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» για το θέμα του τίτλου καταχώρησα στις 21 Δεκεμβρίου 2013 την γνώμη του Φιλαδελφειώτη πολιτικού Βασίλη Εφραιμίδη – σήμερα καταχωρώ την γνώμη του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
    Υπενθυμίζω πως πρόκειται για γνώμες που διατυπώθηκαν ως απαντήσεις στο αν του τίτλου όταν κλήθηκαν γι” αυτό από την εφημερίδα «Τα Νέα» το 1992 μ” αφορμή την συμπλήρωση 70 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή.
    Να λοιπόν τι απάντησε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος:
    Σμύρνη, Σεπτέμβριος 1922
    Σμύρνη, Σεπτέμβριος 1922
    «Ανεξάρτητα από την εκτίμηση που έχουμε να κάνουμε για το νόημα, την χρησιμότητα ή την σκοπιμότητα της Μικρασιατικής εκστρατείας και τις ευθύνες συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για την διεξαγωγή της, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πιέσεις κατά του Ελληνικού στοιχείου, οι οποίες συχνά έφταναν σε πράξεις εξόντωσης, άρχισαν πολύ πριν από την Μικρασιατική εκστρατεία και εντάσσονταν στην γενικότερη ροπή αποκάθαρσης και ομογενοποίησης της νέας Τουρκίας.

    Ας θυμηθούμε πρόχειρα μερικούς αριθμούς: από το 1913 ως το 1919 από τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας 150.000 άτομα υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν και πάνω από 500.000 μετατοπίστηκαν βίαια στο εσωτερικό της.
    Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν υποχρεωμένοι να επιλέξουν ανάμεσα στην μετανάστευση εκτός Τουρκίας και στην παραμονή, μέσα σε νέες καταπιεστικές συνθήκες ζωής, στους πανάρχαιους τόπους των προγόνων τους που έξαφνα, για πρώτη φορά ύστερα από πολλούς αιώνες, και ας φαίνεται αυτό παράξενο, γίνονταν πραγματικά τουρκικοί.
    Αντίθετα, στην απέναντι όχθη, η εθνική εστία – η Ελλάδα του 1913 – μεγάλη και ελπιδοφόρα, ήταν έτοιμη να τους υποδεχτεί. Αλλά και η Αίγυπτος παραδοσιακός τόπος μετανάστευσης Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε ακόμη κορεσθεί. Το ίδιο και η Ρωσία, η οποία δέχτηκε σοβαρό αριθμό Ποντιακού Ελληνισμού. Η Αμερική επίσης.
    Πίεση, λοιπόν, προς μετανάστευση των αλλογενών, παρά συνθήκες ειρηνικής και ισότιμης συμβίωσης, διαμορφώνονταν στην Τουρκία, τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή.
    Την ένταση και τα όρια αυτών των πιέσεων κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει αναδρομικά.
    Δύο παραδείγματα πάντως μπορούν να αποτελέσουν σημεία στήριξης των υποθέσεων του παρόντος σημειώματος: η σταδιακή αλλά συστηματική εκδίωξη του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και η επανεγκατάσταση, με ελαφρότατα συγκεκαλυμένο τρόπο, της τουρκικής κυριαρχίας στην Κύπρο.
    Και τα δύο αυτά παραδείγματα δίπλα σε εκείνα που επιλεκτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, διώξεις Αρμενίων και Ελλήνων προ της Μικρασιατικής εκστρατείας, δείχνουν ότι η Τουρκία ζούσε πια στον αστερισμό του εθνικισμού παρά σε εκείνον του οικουμενισμού.
    Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών την επέβαλαν οι Τούρκοι κατά την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και με αυτήν ακριβώς πέτυχαν την εκδίωξη από την Τουρκία μεγαλύτερου αριθμού Ελλήνων από αυτόν που είχε παρασύρει η στρατιωτική κατάρρευση.
    Χωρίς να λησμονούμε τα χιλιάδες ανώνυμα θύματα της «Ανατολικής κρίσης», που κορυφώθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή, ας τελειώσουμε με μία αναφορά στον χώρο της τέχνης και των ανθρώπων της, που εικονογραφεί χαρακτηριστικά αυτό το διπλό παιχνίδι της ήπιας και απροκάλυπτης βίας, της μετανάστευσης ή της εξόντωσης.
    Αν ο Κοσμάς Πολίτης, ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου βρήκαν αραξοβόλι σε ένα άλλο κομμάτι της γης των προγόνων τους, ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναπαύθηκε στην γειτονική Αίγυπτο και ο Ηλίας Καζαντζίδης, αλλιώς Elia Kazan, βρήκε καταφύγιο στην μακρινή America.
    Η Καταστροφή είχε χίλια πρόσωπα».
    Μένει τώρα να σημειώσω πως όσα παραπάνω καταχώρησα, του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Δευτέρα 3 Αυγούστου 1992.
    http://www.kosmosnf.gr/2014/02/panagiotopoulos/?utm_source=%CE%9F+%CE%9A%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82+%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%9D.+%CE%A6%CE%B9%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%AD%CE%BB%CF%86%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82&utm_campaign=bd2d568961-_2_4_2014&utm_medium=email&utm_term=0_d74fbab33a-bd2d568961-415251477
  3. [Για τους πληθυσμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Θάνος Βερέμης υποστηρίζει ότι το 1919 στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη μαζί με την Κωνσταντινούπολη κατοικούσαν 2.450.000 Έλληνες, 8.000.000 Τούρκοι (εννοώντας το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων Κούρδων, Λαζών, Κιρκασίων κ.ά.) και 1.500.000 Αρμένιοι, Εβραίοι και Βούλγαροι.]
    http://www.kathimerini.gr/286612/article/epikairothta/ellada/arxh-deinwn-megalwn
  4. dytis_ton_niptiron on
    Δεν είχαν το θεό τους
    Ιουνίου 10, 2014
    Φανταζόμαστε συνήθως τους Οθωμανούς σαν κάτι φανατισμένους μπουνταλάδες, σαν εκπρόσωπους ενός σκοταδισμού που η Ευρώπη -λέει- άφησε πίσω της δυο-τρεις αιώνες τώρα. Τι θα λέγατε αν σας διηγούμουν ιστορίες με άθεους, και μάλιστα του 17ου αιώνα; Να τι γράφει ο Πωλ Ρικώ,[1] παλιός μας γνώριμος (και μάλιστα πάλι σχετικά με, ας πούμε, σέκτες), μετά από πέντε χρόνια υπηρεσία στην αγγλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης τη δεκαετία του 1660 (και μερικά ακόμα στη Σμύρνη):
    Και καθώς είναι σκοπός μας εδώ να περιγράψουμε τις διάφορες θρησκείες μεταξύ των Τούρκων, δεν θα αποκλίνουμε αν αναφέρουμε πόσο έχει εξαπλωθεί ο Αθεϊσμός σε αυτές τις χώρες· και όπως η Λογική διασαφηνίζει κάτι με το αντίθετό του, ή οι ζωγράφοι επιδεικνύουν τη λαμπρότητα των χρωμάτων τους με σκοτεινά σημεία, έτσι και η άρνηση κάθε θρησκείας έχει καλώς τη θέση της στο ίδιο κεφάλαιο με τους διάφορους και διαφορετικούς εκφραστές της.
    Τούτοι λοιπόν ονομάζουν τον εαυτό τους μουσερίν, που σημαίνει «Το αληθινό μυστικό είναι σε μας»· και το μυστικό δεν είναι άλλο από την απόλυτη άρνηση της θεότητας, [την πίστη] ότι η φύση ή η αρχή που βρίσκεται έμφυτη σε κάθε μεμονωμένο αντικείμενο οδηγεί την τακτική πορεία που βλέπουμε και θαυμάζουμε· και ότι οι ουρανοί, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα έχουν εκεί την απαρχή τους και από εκεί αντλούν την κίνησή τους, και ότι ο ίδιος ο άνθρωπος μεγαλώνει και μαραίνεται όπως το γρασίδι ή τα λουλούδια.
    Είναι περίεργο να σκεφτεί κανείς τι είδους άνθρωποι υποστηρίζουν τέτοιες αρχές στην Κωνσταντινούπολη: οι περισσότεροι είναι καδήδες και άνθρωποι μορφωμένοι στους αραβικούς θρύλους, ενώ άλλοι είναι χριστιανοί εξωμότες, οι οποίοι, γνωρίζοντας την αμαρτία της αποστασίας τους, και επομένως θέλοντας τα πάντα να τελειώνουν με τούτο τον κόσμο [χωρίς μετά θάνατον κρίση], είναι προθυμότατοι να πιστεύουν τέτοιες γνώμες που εξυπηρετούν τις επιθυμίες τους.
    Ένα μέλος αυτής της σέχτας, ο Μαχομέτ Εφέντης, πλούσιος και μορφωμένος στις ανατολικές επιστήμες, εκτελέστηκε -θυμάμαι- στα χρόνια μου επειδή με αναίδεια διακήρυξε τις βλασφημίες του αρνούμενος την ύπαρξη θεότητας· είχε το επιχείρημα πως είτε δεν υπήρχε καθόλου Θεός, είτε δεν ήταν και τόσο σοφός όσο τον διακήρυτταν οι διδάσκαλοι, αφού ανεχόταν την ύπαρξη του ίδιου [του Μαχομέτ Εφέντη], του μεγαλύτερου εχθρού της θεϊκής ουσίας που ήρθε ποτέ στον κόσμο. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είχε σώσει τη ζωή του, ακόμα και αφότου κατηγορήθηκε, αρκεί μόνο να είχε ομολογήσει το σφάλμα του και να είχε υποσχεθεί ότι θα διορθωνόταν στο εξής· εκείνος όμως επέμεινε στις βλασφημίες του, λέγοντας πως αν και ανταμοιβή [στον άλλο κόσμο] δεν υπάρχει, ωστόσο η αγάπη για την αλήθεια τον υποχρέωνε να γίνει μάρτυρας. Πρέπει να ομολογήσω πως μέχρι τότε δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι υπήρχε κανονικός αθεϊσμός στον κόσμο, αφού συμπεραίνουμε ότι η αρχή (της ύπαρξης Θεού) αποδεικνύεται από το Φως της Φύσης· είναι όμως τώρα φανερό πόσο πολύ κάποιοι άνθρωποι έχουν σβήσει στις ψυχές τους αυτό το φως.
    Ο Ρικώ συνεχίζει γλαφυρά περιγράφοντας πόσο έχει εξαπλωθεί αυτή η θεωρία ακόμα και στο παλάτι και σε διάφορους πασάδες, και ότι όταν κάποιος από αυτούς τους άθεους δέχεται έναν ομοϊδεάτη ξένο γίνεται εξαιρετικά γενναιόδωρος, τον φιλοξενεί παρέχοντάς του στο κρεβάτι «έναν ωραίο σύντροφο όποιου φύλου προτιμά», και τα λοιπά.
    Πόσο να πιστέψουμε τον Ρικώ (που σε άλλα σημεία συλλαμβάνεται, όντως, να γράφει κάποιες ανακρίβειες); Ε, να, αυτόν τον Μαχομέτ/Μεχμέτ Εφέντη τον βρίσκουμε και αλλού. Συγκεκριμένα, σε μια μικρή αναφορά του ιστορικού Σιλαχντάρ Μεχμέτ Αγά,[2] ο οποίος αναφέρει τον Λαρί Μεχμέτ Εφέντη, πλούσιο, πρώην ιμάμη στο τζαμί του Μακσούτ Πασά, και γνωστό για τις γνώσεις και την εξυπνάδα του. Ο Λαρί Μεχμέτ κατηγορήθηκε, λέει ο Σιλαχντάρ, ότι αρνιόταν την ανάσταση των νεκρών, τα θρησκευτικά καθήκοντα, την προσευχή και τη νηστεία, καθώς και ότι δεν θεωρούσε την οινοποσία αμάρτημα. Δικάστηκε στις 4 του μήνα Σαμπάν 1075, παναπεί στις 2 Φεβρουαρίου 1665 στο παλάτι του καϊμακάμη της Κωνσταντινούπολης, μπροστά σε πλήθος σοφών και νομομαθών. Και το τέλος του ήταν οικτρό: αφού διαπομπεύθηκε στο Παρμάκ Καπί, εκτελέστηκε την ίδια μέρα.
    Τι άλλο βρίσκουμε; Υπάρχει στα αρχεία η καταγραφή της περιουσίας του εκτελεσμένου, στην οποία περιλαμβάνονται «σκόρπια χαρτιά» (να ήταν άραγε σημειώσεις δικές του;) και βιβλία, μερικά γραμμένα «με γράμματα των απίστων» –κάτι που κάνει ένα σπουδαίο ιστορικό, τον Αχμέτ Γιασάρ Οτζάκ, να υποθέσει πως ίσως ήταν εξισλαμισμένος.[3]
    Το πιο σημαντικό, ίσως, είναι πως ο Λαρί Μεχμέτ Εφέντης δεν ήταν και τόσο μεμονωμένη περίπτωση –και όχι μόνο επειδή το λέει ο Ρικώ. Εξήντα χρόνια πριν, για την ακρίβεια το 1602, είχε εκτελεστεί κάποιος Νανταζλί Αμπντουραχμάν, ούτε λίγο ούτε πολύ καθηγητής σε ιεροδιδασκαλείο της Κωνσταντινούπολης, με την κατηγορία ότι αρνιόταν την ύπαρξη παράδεισου και κόλασης, όπως και τη Δευτέρα Παρουσία. Δεν πίστευε λέει ούτε στο Ισλάμ ούτε στον χριστιανισμό, παρόλο που σύμφωνα με μια επιστολή του καζασκέρη που τον ανέκρινε φαίνεται να μην αρνείται το ίδιο το Κοράνι.[4] Και αν πηδήξουμε μισό αιώνα μετά τον Λαρί, θα συναντήσουμε κάποιον ανώνυμο χαμηλόβαθμο ιεροκήρυκα, που σύμφωνα με ένα φετβά του σεϊχουλισλάμη (του ανώτατου μουφτή) Αμπντουραχίμ Εφέντη,[5] το 1715 ή 1716, δήλωνε πως «δεν υπάρχει ούτε ουρανός ούτε κόλαση» και πως «ο άνθρωπος μεγαλώνει σαν ένα φυτό και μαραίνεται σαν ένα φυτό». Ακριβώς όπως οι μουσιρίν του Ρικώ δηλαδή.
    Σημειώσεις:
    [1] Sir Paul Ricaut, The History of the Present State of the Ottoman Empire, containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries…, Λονδίνο 1686, σελ. 245-246.
    [2] Fındıklılı Silahdâr Mehmet Ağa, Silahdar tarihi, Κωνσταντινούπολη 1928, τ. 1, σελ. 378.
    [3] Ahmet Yaşar Ocak, Osmanlı toplumunda zındıklar ve mülhidler (15.-17. yüzyıllar), Κων/πολη 1998, σελ. 243-248.
    [4] Στο ίδιο.
    [5] Ekin Tuşalp, “Treating Outlaws and Registering Miscreants in Early Modern Ottoman Society: A Study on the Legal Diagnosis of Deviance in Şeyhülislam Fatwas”, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, πανεπιστήμιο Sabancı, Κωνσταντινούπολη 2005, σελ. 70.
    http://dytistonniptiron.wordpress.com/2014/06/10/lari-mehmed-efendi/
  5. 28/04/2014
    25 avril 1915 : voyage au bout du génocide arménien

    Récemment, le Premier ministre turc Erdogan, à défaut de reconnaître la réalité du génocide arménien commis par l’Empire Ottoman, a présenté ses condoléances pour les exactions perpétrées il y a maintenant un siècle. On peut juger qu’il s’agit d’un premier pas effectué sur le chemin tortueux de la reconnaissance officielle. L’avenir le dira.
    Des Arméniens commémorent le 99e anniversaire du génocide arménien, le 23 avril à Beyrouth, au Liban.
    Des Arméniens célèbrent l’anniversaire du génocide le 23 avril 2014 à Beyrouth au Liban.
    «Ca a débuté comme ça», écrit Céline au début du Voyage : ici, voyage au bout de l’horreur, du massacre, de l’extermination totale.
    LA PREMEDITATION DU GENOCIDE
    Comme pour le génocide juif, la mise en oeuvre du génocide arménien de 1915 a supposé l’existence d’un parti unique à visée totalitaire, contrôlant tous les rouages de l’Etat, principalement l’armée et la police ; une idéologie nationaliste, le panturquisme. En mai 1914, le parti des Jeunes Turcs, ayant établi son influence sur tout l’empire ottoman, a le gouvernement à sa botte. Il détient les postes clés avec le triumvirat : Talaat est ministre de l’Intérieur ; Enver occupe le poste de la Guerre et Djemal, celui de la Marine. Saïd Halim est Premier ministre.
    Derrière, comme une toile d’araignée, le parti, l’Ittihad, avec son secrétaire, Midhat Choukrou. Y siègent des idéologues du panturquisme, comme le Docteur Nazim. Mais le véritable arbitre du Comité Central demeure Talaat Pacha.
    En principe, les Arméniens n’ont pas de souci à se faire, représentés qu’ils sont au Parlement par le parti Daschnak. Ce dernier a soutenu le mouvement jeune-turc dans sa tentative de régénérer la Turquie.
    En août 1914, la guerre éclate, la Turquie se veut neutre. Mais poussée par l’Allemagne qui lui verse 2 000 000 de livres turques, par Enver le belliciste, par Talaat qui tranche en faveur du conflit, entraînant dans son sillage Saïd Halim, la Turquie proclame l’état de guerre le 2 novembre. Les Arméniens, devenus des citoyens-soldats à part entière, répondent à la mobilisation.
    Les Russes envahissent l’Arménie turque. Enver, avec la troisième armée ottomane, déclenche une contre-offensive en Transcaucasie qui se solde par une défaite à Sarikamish, en janvier 1915.
    A Constantinople, le groupe de Jeunes Turcs panturquistes n’attend que l’étincelle qui va permettre la mise à feu de leur projet : l’extermination des Arméniens. Une majorité se dégage au Comité Central, avec l’accord de Talaat. Les Arméniens sont accusés de faire alliance avec les Russes et d’être des déserteurs. En outre, les panturquistes les considèrent comme un obstacle à l’unification ethnique en Anatolie et à leur expansion dans les territoires de langue turque d’Asie centrale (pantouranisme).
    Comme lors de la conférence de Wannsee (1942), en février 1915, les dignitaires de l’Ittihad élaborent les détails de l’organisation administrative et technique de l’extermination des Arméniens. Les populations rebelles seront retirées des frontières. Mais la majeure partie sera organisée en convois de déportés, décimée durant le trajet et sur place. Le transfert de population masque cette opération d’anéantissement.
    LA MISE EN OEUVRE DU GENOCIDE
    Les défaites turques du début de la guerre sont imputées à la traîtrise des Arméniens, sympathisants des Russes. Par ailleurs, les Turcs étaient convaincus que l’Allemagne gagnerait la guerre et, qu’à l’issue du conflit, ils seraient protégés de la vengeance des puissances occidentales. Et par raison d’Etat, l’Allemagne a couvert l’extermination perpétrée par son allié belligérant. A la fin de la guerre, elle permettra la fuite et l’accueil sur son territoire des auteurs du génocide. La responsabilité morale de l’Allemagne est donc engagée.
    La première mesure frappe les soldats arméniens enrôlés dans l’armée ottomane qui sont désarmés. On pense aux harkis en 1962. A partir de 1915, ils sont massacrés par petits groupes. Mais le véritable point de départ de l’opération génocidaire consiste, les 24 et 25 avril 1915 à Constantinople, dans l’arrestation et le massacre de notables et intellectuels arméniens : on décapite l'»intelligentsia», évaluée à 650 personnes. L’élite étant éliminée, on passe au reste de la population.
    L’extermination des populations s’opère en deux phases successives :
    de mai à juillet 1915 dans les 7 provinces (vilayets) orientales d’Anatolie dont 4 à proximité du front russe (Trébizonde, Erzerum, Van, Bitlis) et 3 plus en retrait (Sivas, Kharpout, Diyarbakir), l’ensemble regroupant près d’un million d’Arméniens.
    à la fin 1915 et en 1916 dans d’autres provinces de l’empire ottoman
    Ces faits ont entraîné les conséquences suivantes :

    les deux-tiers des Arméniens sont massacrés en 1915 et 1916. Seuls les chiffres font débat : le bilan des victimes s’établit entre 1 200 000 et 1 500 000, la population arménienne variant selon les statistiques de 1 800 000 à 2 100 000.
    les assassins responsables de l’extermination sont soit fonctionnaires, gendarmes, soldats, kurdes, irréguliers ou simples citoyens. Il faut bien sûr incriminer l’Organisation spéciale, commandée par Behaeddine Chakir, chargée des basses besognes, un peu l’équivalent avant la lettre des groupes d’intervention nazis, les Einsatzgruppen.
    en parallèle avec l’extermination des juifs décidée au plus haut niveau de l’Etat allemand, le génocide arménien a été planifié par les dirigeants Jeunes Turcs membres du gouvernement ottoman et par un parti, l’Ittihad, qui a donné ses directives. Il en résulte, qu’à moins de nier les faits avérés, la Turquie est aussi responsable du génocide arménien que l’Allemagne le fut de celui des juifs et le régime de Vichy de leur arrestation et déportation.

    MASSACRES ET DEPORTATIONS
    Une fois les hommes exécutés par petits groupes à l’extérieur de la ville, la population arménienne est évacuée. Répartie en convois comprenant les femmes, les enfants et les vieillards, elle est dirigée hors de la ville, les colonnes étant régulièrement décimées par les gendarmes chargés de l’escorte, les kurdes ou les miliciens.
    Les convois de déportés dont le nombre est estimé à 870 000 personnes sont dirigés vers Alep, en Syrie, où ils sont répartis suivant deux axes : au sud, vers la Syrie, le Liban et la Palestine (une partie survivra) ; à l’est, le long de l’Euphrate, où sont dressés des camps de concentration qui sont de vrais mouroirs. Les déportés sont poussés jusqu’à Deir ez-Zor, ville syrienne au bord de l’Euphrate (un mémorial y commémore le génocide).
    En juillet 1916, les rescapés sont envoyés dans les déserts de Mésopotamie où ils sont exterminés ou meurent de soif. Sont aussi massacrés les survivants le long du chemin de fer de Bagdad, à Ras-ul-Aïn et Intilli. Seul va survivre un tiers des Arméniens, environ 290 000 résidant principalement à Constantinople et Smyrne, ainsi que quelque 100 000 déportés des camps du sud.
    DOCUMENTS PHOTOGRAPHIQUES
    Il existe des clichés photographiques attestant du génocide arménien : ils furent pris par Armin Wegner, un officier de la Croix-Rouge allemande. En janvier 1919, plaidant la cause des Arméniens, Wegner adresse une lettre au président Wilson par laquelle il fait par de son témoignage oculaire et demande à l’homme d’Etat américain de ne pas abandonner les survivants à leur sort.
    Des clichés sont reproduits dans l’ouvrage de Gérard Chaliand et Yves Ternon. Ceux que nous soumettons ici le sont avec l’aimable autorisation du Comité de Défense de la Cause Arménienne/www.cdca.asso.fr
    http://danielclairvaux.blogs.nouvelobs.com/archive/2011/01/02/le-genocide-armenien-de-1915-premeditation-et-perpetration.html
    ———–
    24η Απριλίου 1915: Η Γενοκτονία των Αρμενίων, από τη προμελέτη στη διάπραξη
    του CLAIRVAUX στο Le Nouvel Observateur
    Η ένταξη της Τουρκίας στο πόλεμο και η προμελέτη της γενοκτονίας
    Όπως και με τους Εβραίους, η υλοποίηση της γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915 προϋπέθετε την ύπαρξη ενός ενιαίου κόμματος με ολοκληρωτικές απόψεις, που είχε υπό τον έλεγχό του όλους τους μηχανισμούς του κράτους, κυρίως του στρατού και της αστυνομίας, καθώς επίσης μια εθνικιστική ιδεολογία, εν προκειμένου τον Παντουρκισμό.

    Τον Μάιο του 1914, το κόμμα των Νεότουρκων έχοντας επεκτείνει την επιρροή του σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας.
    Το κόμμα κατέχει τις θέσεις κλειδιά με την τριανδρία: ο Ταλάτ είναι υπουργός Εσωτερικών, ο Ενβέρ κατέχει τη θέση του Πολέμου και ο Τζεμάλ, το Πολεμικό Ναυτικό. Πρωθυπουργός ήταν ο Σαίντ Χαλίμ.
    Πίσω, σαν τον ιστό της αράχνης, το κόμμα Ιτιχάντ, με τον γραμματέα του, τον Μιντάντ Σούκρου (Midhat Choukrou). Ανάμεσα τους ο ιδεολόγος του Παντουρκισμού, ο Δρ Ναζίμ.
    Αλλά ο πραγματικός καθοδηγητής της Κεντρικής Επιτροπής παραμένει ο Ταλάτ Πασάς.
    Αρχικά, οι Αρμένιοι δεν χρειάζονταν να ανησυχούν, γιατί εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο από το κόμμα Ντασνάκ (Daschnaks).

    Το τελευταίο υποστήριζε το νεοτουρκικό κίνημα στην προσπάθειά του για αναζωογόνηση της Τουρκία.
    Τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Τουρκία μένει ουδέτερη.
    Όμως, παροτρύνεται από τη Γερμανία, η οποία πληρώνει δύο εκατομμύρια τουρκικές λίρες, οπότε ο πολεμοχαρής Ενβέρ και ο Ταλάτ αποφασίζουν υπέρ της συμμετοχής στη σύγκρουση, σέρνοντας μαζί και τον Σαίντ Χαλίμ.

    Η Τουρκία κήρυξε την κατάσταση πολέμου στις 2 Νοεμβρίου.
    Οι Αρμένιοι, που έγιναν στρατιώτες- πολίτες στο σύνολό τους, συμμετέχουν στην επιστράτευση.
    Οι Ρώσοι εισβάλλουν στην τουρκική Αρμενία
    Ο Ενβέρ, με το τρίτο οθωμανικό σώμα στρατού, αντεπιτίθεται στην Τρανσκαυκασία, και ηττείται στη μάχη του Σαρίκαμις τον Ιανουάριο του 1915.

    Στην Κωνσταντινούπολη, η ομάδα των Νεότουρκων περίμενε τη σπίθα που θα πυροδοτούσε το σχέδιο τους: την εξόντωση των Αρμενίων.
    Μια πλειοψηφία διαμορφώνεται στην Κεντρική Επιτροπή, με τη συμφωνία του Ταλάτ.
    Οι Αρμένιοι κατηγορούνται ότι έκαναν μια συμμαχία με τους Ρώσους και ότι είναι λιποτάκτες.
    Οι Νεότουρκοι τους βλέπουν σαν εμπόδιο για την εθνοτική ενοποίηση της Ανατολίας και την επέκτασή της στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας όπου κυριαρχεί η τουρκική γλώσσα (Παντουρανισμός) .

    Όπως και στη Διάσκεψη της Βάνζεε (1942), το Φεβρουάριο του 1915, οι αξιωματούχοι της Ιτιχάντ θα μελετήσουν τις λεπτομέρειες της διοικητικής και τεχνικής οργάνωσης για την εξόντωση των Αρμενίων.
    Οι αντάρτικοι πληθυσμοί θα διωχθούν από τα σύνορα.
    Αλλά ο κύριος όγκος θα οργανωθεί σε φάλαγγες εκτοπισμένων, που αποδεκατιστήκαν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους και επί τόπου.
    Η αναγκαστική μεταφορά του πληθυσμού κρύβει αυτή τη επιχείρηση αφανισμού.

    Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
    Οι τουρκικές ήττες από την έναρξη του πολέμου αποδίδονται στην προδοσία των Αρμενίων, σαν υποστηρικτές των Ρώσων.

    Εξάλλου, οι Τούρκοι ήταν πεπεισμένοι ότι η Γερμανία θα κέρδιζε τον πόλεμο και, ότι στο τέλος της σύγκρουσης θα προστατεύονταν από την εκδίκηση των δυτικών δυνάμεων.
    Και για «raison d’ État» (κρατικό λόγο), η Γερμανία κάλυψε την εξόντωση που διαπραττόταν από τον πολεμικό σύμμαχο της.

    Στο τέλος του πολέμου, θα επιτρέψει την φυγή και την φιλοξενία των δραστών της γενοκτονίας στο έδαφός της.
    Η ηθική ευθύνη της Γερμανίας είναι λοιπόν δεδομένη .
    Το πρώτο μέτρο αφορά τους Αρμενίους στρατιώτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό και αφοπλίζονται. Σκεφτόμαστε τους Χάρκι το 1962.
    Από το 1915, σφαγιάστηκαν σε μικρές ομάδες.

    Αλλά η ουσιαστική αφετηρία της επιχείρησης γενοκτονίας, είναι η 24η και 25η Απριλίου 1915 στην Κωνσταντινούπολη, με τη σύλληψη και σφαγή των προυχόντων και διανοούμενων Αρμενίων: αποκεφαλίζεται η «ιντελιγκέντσια», που υπολογίζεται σε 650 άτομα. Αφού εξαφανίστηκε η ελίτ, περνάνε στον υπόλοιπο πληθυσμό.
    Η εξόντωση των πληθυσμών εξελίσσεται σε δύο φάσεις:
    – Από το Μάιο έως το Ιούλιο 1915 σε 7 επαρχίες (βιλαέτια) της Ανατολικής Ανατολίας, 4 κοντά στο ρωσικό μέτωπο (Τραπεζούντα, Ερζερούμ, Βαν, Μπιτλίς) και 3 πιο πίσω (Σίβας, Χάρπουτ, Ντιγιαρμπακίρ), με σύνολο σχεδόν ένα εκατομμύριο Αρμένιοι.
    – στα τέλη του 1915 και 1916 σε άλλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
    Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν στις ακόλουθες συνέπειες:

    Τα δύο τρίτα των Αρμενίων σφαγιάστηκαν το 1915 και 1916 .
    Οι αριθμοί μόνο αποτελούν αντικείμενο συζήτησης: ο αριθμός των νεκρών κυμαίνεται μεταξύ 1.200.000 και 1.500.000, με τον αρμενικό πληθυσμό να κυμαίνεται ανάλογα με τα στατιστικά στοιχεία από 1,8 έως 2 εκατομμύρια.
    Οι δολοφόνοι υπεύθυνοι για την εξόντωση είναι είτε δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, στρατιώτες, Κούρδοι, είτε απλοί πολίτες.

    Θα πρέπει, να αναφερθεί και η ειδική οργανωτική δομή, βάσει της οποίας ανατέθηκαν οι βρώμικες δουλειές στον Μπεχαεντίν Σακίρ (Behaeddin Shakir), όπως λίγο- πολύ έγινε με τις ομάδες παρέμβασης των Ναζί, τις περιβόητες Einsatzgruppen.
    Όπως η εξόντωση των Εβραίων αποφασίστηκε στο υψηλότερο επίπεδο του γερμανικού κράτους, έτσι και η γενοκτονία των Αρμενίων σχεδιάστηκε από τους ηγέτες του Νεότουρκων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης από το κόμμα Ιτιχάντ, το οποίο έδινε τις οδηγίες.
    Για όσους δεν αμφισβητούν τα πραγματικά περιστατικά, η Τουρκία είναι τόση υπεύθυνη για τη γενοκτονία των Αρμενίων όσο η Γερμανία ήταν για αυτή των Εβραίων και το καθεστώς του Βισύ (Vichy) για τη σύλληψη και εκτόπιση τους.

    Σφαγές και εκτοπίσεις
    Μόλις οι άνδρες εκτελούνται σε μικρές ομάδες έξω από την πόλη, ο αρμενικός πληθυσμός εκτοπίζεται.
    Διαιρείται σε φάλαγγες από γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, και οδηγείται έξω από την πόλη, ενώ οι επί μέρους σχηματισμοί αποδεκατίζονται από τους χωροφύλακες που είναι επιφορτισμένοι με τη συνοδεία, από Κούρδους και πολιτοφύλακες.
    Οι φάλαγγες των εκτοπισμένων των οποίων ο αριθμός εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 870.000 άτομα κατευθύνονται προς το Χαλέπι της Συρίας, όπου χωρίζονται σε δύο άξονες: στα νότια προς τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη (ένα μέρος θα επιβιώσει) και στα ανατολικά κατά μήκος του Ευφράτη, όπου χτίζονται στρατόπεδα συγκέντρωσης που είναι αληθινοί τόποι θανάτωσης.

    Οι απελαθέντες σέρνονται μέχρι το Ντεΐρ Εζ Ζορ, μια συριακή πόλη στις όχθες του Ευφράτη (ένα μνημείο υπενθυμίζει την γενοκτονία εκεί).
    Τον Ιούλιο του 1916 οι επιζώντες εστάλησαν στις ερήμους της Μεσοποταμίας, όπου εξοντώθηκαν ή πέθαναν από δίψα.

    Σφαγιάζονται επίσης οι επιζώντες κατά μήκος της σιδηροδρομικής Βαγδάτη- Ρας Αλ Αϊν και Ιντιλι (Intilli).
    Μόνο το ένα τρίτο των Αρμενίων θα επιβιώσουν, περίπου 290.000 που κατοικούν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, και περίπου 100.000 κρατούμενοι στα στρατόπεδα του νότου.
    Φωτογραφική τεκμηρίωση
    Υπάρχουν φωτογραφίες που μαρτυρούν τη γενοκτονία των Αρμενίων: πάρθηκαν από τον Armin Wegner, ένας αξιωματικός του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού.
    Τον Ιανουάριο του 1919, προβάλλοντας το ζήτημα των Αρμενίων, ο Wegner απέστειλε επιστολή προς τον πρόεδρο Wilson στην οποία καταθέτει την οπτική μαρτυρία του και ζήτησε από τον Αμερικανό Πρόεδρο να μην εγκαταλείψει τους επιζήσαντες στην τύχη τους.
    Le Nouvel Observateur.com
  6. Falih Rıfkı Atay on
    Ο κεμαλικός δημοσιογράφος και συγγραφέας Falih Rıfkı Atay στη σελίδα 319 των απομνημονευμάτων του, που δημοσιεύτηκαν το 1961, έγραψε:
    «Στα πεντηκοστά του γενέθλια επισκεφθήκαμε τον Χίτλερ με μια τουρκική αντιπροσωπεία. Ο Χίτλερ, κατεχόμενος από τη μανιακή υπερηφάνεια του, είπε: Ο Μουσταφά Κεμάλ (…) ο Mussolini ήταν ο πρώτος του μαθητής κι εγώ [ο Χίτλερ] είμαι ο δεύτερος μαθητής του».
  7. H ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
    Εφ. Ταράφ, αρθρογράφος Αισέ Χούρ 14-3-2010

    Το σουηδικό κοινοβούλιο σε συνεδρίαση του στις 11-3-2010 αποδέχτηκε με ψήφους 131 έναντι 130 την διάπραξη γενοκτονίας σε βάρος Αρμενίων, Ασσύριων, Χαλδαίων και Ποντίων. Αφήνοντας για άλλο γραπτό μου τις συζητήσεις ιστορικών θεμάτων τρίτων από κοινοβούλια, αυτή την εβδομάδα θα αναφερθώ στον πιο σημαντικό από πλευράς αριθμών και πολιτικής σημασίας λαό εξ αυτών που αναφέρονται στο ψήφισμα, στους Πόντιους.
    Αρχίζοντας από αυτά που αναφέρει ο Μουσταφά Κεμάλ το 1927 στο Νουτούκ και μέχρι τις μέρες μας η επίσημη Τουρκική θέση είναι επανάληψη των θέσεων που εκφράστηκαν στο προπαγανδιστικό βιβλίο ¨Ποντιακό Ζήτημα¨ που τυπώθηκε το 1922 από το τυπογραφείο Εκτυπώσεων και Πληροφοριών. Εγώ θα προσπαθήσω να εκφράσω αυτά που δεν λέει η επίσημη ιστορία. Φυσικά για την αποκάλυψη όλης της αλήθειας, θα χρειαστεί να ερευνήσουμε πολύ ακόμα.
    Η κοινότητα που στις πηγές αναφέρεται ως ¨Πόντιοι¨ ή ¨Ρωμιοί του Πόντου¨ και μιλάνε μια διάλεκτο των ελληνικών τα ¨Ρωμέικα¨, πιστεύεται πως είναι μια ανάμιξη των Ελλήνων που ιδρύσαν αποικίες τον 4ο π.χ. αιώνα στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, των εκχριστιανισθέντων τον 4ο αιώνα Τζανλάρ (κλάδου του ντόπιου λαού των Γεωργιανών) των Λαζών, και των βυζαντινών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Αυτές οι ομάδες μετά την ένταξη τους στην Οθωμανική κυριαρχία το 1461, και τις υποχρεωτικές ή μη μετακινήσεις και τους εθελοντικούς εξισλαμισμούς συνέχισαν να υπάρχουν. Εντέλει με βάση ετήσια αναφορά των Οθωμανών το 1914, σε μια περιοχή από τη Σαμψούντα ως την Ριζούντα ζούσαν περίπου 450 χιλιάδες Ορθόδοξοι Ρωμιοί (δηλαδή Πόντιοι). Σε μερικές περιοχές ο πληθυσμός των Ρωμιών έφτανε το 50%. Επίσης υπήρχαν ¨κρυπτοχριστιανοί¨ μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι που χρησιμοποιούσαν το αραβικό αλφάβητο, των οποίων ο αριθμός δεν είναι ακόμη γνωστός.
    Η γέννηση της μπουρζουαζίας των Ρωμιών
    Από τον 15ο μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, το εμπόριο που γινόταν στην λεκάνη της Μαύρης θάλασσας είχε κρατηθεί στα χέρια των μουσουλμάνων. Όμως με την απόδοση εμπορικών προνομίων σε Ρωσία, Αυστρία, Αγγλία και Γαλλία, με την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ Καιναρτζή το 1774, δημιουργήθηκε μια κατάσταση σε βάρος των μουσουλμάνων. Αυτήν τη περίοδο Ρωμιοί με την υποστήριξη του Ρώσου Τσάρου με την εμπειρία χιλιάδων ετών στην κατασκευή σκαφών και στην ναυτοσύνη και με την κλίση τους στις δυτικές γλώσσες και τις διεθνείς σχέσεις, πέρασαν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους μουσουλμάνους ομότεχνους τους. Όταν χάρη στην εξέλιξη της οικονομίας από το 1830 λόγω της διάνοιξης της γραμμής Τραπεζούντας-Τεμπρίζ με την συνεργασία Αρμενίων που ήταν εγκατεστημένοι σε Οδησσό και Λάιπζιχ και των Άγγλων, με την συντόμευση της διαδρομής ανάμεσα σε Ευρώπη και κόλπο της Μπάσρας μέσω της διάνοιξης του καναλιού του Σουέζ, και με την ολοκλήρωση από τους Ρώσους της σιδηροδρομικής γραμμής Πότι-Τυφλίδας που ήθελαν έτσι να μετατρέψουν προς όφελος τους το Ευρω-ιρανικό εμπόριο, άρχισε η κάμψη και ενώ οι Μουσουλμάνοι με περιορισμένες θέσεις εργασίας και ανειδίκευτοι επέστρεφαν στα χωριά τους, οι Ρωμιοί (και οι Αρμένιοι) έμειναν στην περιοχή. Σε αυτό συνέβαλαν και το ότι τα ξένα κράτη προτιμούσαν να κάνουν δουλειές με μη μουσουλμάνους καθώς και το ότι στο σχολικό πρόγραμμα των μη μουσουλμάνων υπήρχαν μαθήματα ξένων γλωσσών και άλλων σχετικών με το εμπόριο που δικαίωναν αυτήν την επιλογή. Έτσι στο τέλος του 19ου αιώνα, στην γραμμή Σαμψούντας-Τραπεζούντας, ιδιαίτερα ο τομέας των μεταφορών, τράπεζες, ασφάλειες και εμπόριο είχε περάσει πλέον στο μονοπώλιο Αρμενίων και Ρωμιών. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως αυτή η κατάσταση είχε ανησυχήσει την Μουσουλμάνο-Τουρκική πλευρά.
    Το Ελληνικό Κράτος και η Μεγάλη Ιδέα
    Η εθνική αφύπνιση των Ρωμιών στην περιοχή του Πόντου, ήταν σχετική και με την εμφάνιση της τάξης των μπουρζουάδων και με την ανεξαρτησία που είχε κερδίσει το Ελληνικό κράτος από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1821. Η Ελλάδα τα εθνικά σύνορα της οποίας αναγνωρίστηκαν το 1832, περιλάμβανε την Ελληνική χερσόνησο και τις Κυκλάδες από τα νησιά του Αιγαίου. Περιοχές όπου μιλούσαν κυρίως ελληνικά όπως η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Θράκη παρέμειναν εντός των συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μεγαλύτερο όνειρο των Ελλήνων πολιτικών του 19ου αιώνα ήταν η συγκέντρωση όλων αυτών των εδαφών σε μια αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη (Ινστανμπούλ). Έτσι όταν οι Έλληνες εθνικιστές μιλούσαν για ¨Μικρά Ασία¨ θεωρούσαν τα εδάφη αυτά της ανατολίας ως το άλλο μισό της Ελλάδας. Διότι την ίδια περίοδο που στην Ανατολία ζούσαν 1,7 εκ. Έλληνες, ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 2,6 εκ. Το σχέδιο με το όνομα Μεγάλη ιδέα τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε το κυρίαρχο ρεύμα του Ελληνικού εθνικισμού. Οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές αυτού του σχεδίου ήταν στην γραμμή του από το 1910 και μετά μερικές φορές πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος όμως ρεαλιστής στα σχέδια του, δεν επέκτεινε την Μεγάλη Ιδέα πέραν της Σαμψούντας. Εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο μητροπολίτης Αμάσιας και υπεύθυνος για την Σαμψούντα Γερμανός Καραβαγγέλης. Αυτή η ομάδα στα γραπτά της ιστορίας μας αναφέρονται σαν ¨Συνεργάτες¨.
    Μια άλλη άποψη που παρέμεινε κυρίως μέσα στην ιεραρχία και υπό κάποια έννοια αντιπολιτευόμενη στην προηγούμενη, ήταν αυτή που στόχευε στην υπό την ηγεσία του Ορθόδοξου Πατριαρχείου επανίδρυση του Βυζαντίου. Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε μέχρι το Βατούμ, λόγω της ίδρυσης το 1204 της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Ο εφαρμοστής αυτής της ιδέας στην Ανατολία, του εδρεύοντος στην Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ιωακείμ του 3ου , ήταν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης. Αυτή λοιπόν η ομάδα, στην ιστορία μας αναφέρονται ως ¨οι της ανεξαρτησίας¨.
    Η γέννηση του Ποντιακού εθνικισμού.
    Η ελληνική ¨αφύπνιση¨ σχετική και με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και με την εμφάνιση στην περιοχή του Πόντου μιας ελληνικής μπουρζουαζίας, ήταν όπως έγινε και στα Βαλκάνια και στον Καύκασο και στην Μέση Ανατολή κυρίως πολιτιστική. Η μετατροπή του πολιτιστικού σε πολιτικό εθνικισμό άρχισε με συνταγματική διακήρυξη το 1908 και κορυφώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στα έτη 1914-1918.
    Την στιγμή που υπό την επίδραση της εκκλησίας και των σχολείων δεν έγινε καθόλου καλά αποδεκτή από το σύνολο των χωρικών της Ανατολίας η επιστράτευση που άρχισε με τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν γινόταν λόγος για πόλεμο ενάντια στους στρατούς που οι ίδιοι οι ηγέτες της κοινότητας τους παρουσίαζαν σε αυτούς ως σωτήρες, οι Πόντιοι το εκλάμβαναν ακόμα χειρότερα. Ο Ποντιακός λαός που μέχρι τότε δεν είχε επιστρατευτεί, παρά μόνο τους έβαζαν για σύντομα διαστήματα σε αγγαρίες στο ναυτικό, αν και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το μίσος που έτρεφαν προς τον οργανωμένο στρατό με την επίδραση από το εθνοσυναίσθημα, είναι γνωστό πως τους πρώτους μήνες του πολέμου οι μη μουσουλμάνοι στρατιώτες- όπως και οι μουσουλμάνοι- λιποτάκτησαν μαζικά. Σε αυτό μεγάλη ήταν η επίδραση της άσχημης συμπεριφοράς στην οποία υπόκεινταν οι φτωχοί Ρωμιοί και Αρμένιοι στα στρατόπεδα εργασίας ή στην κατασκευή δρόμων στα ¨Αμελέ Ταμπουρού¨. Το 1914 μετά την καταστροφή στο Σαρίκαμις, η στάση των μελών του ¨Ένωση και Πρόοδος¨ έναντι των Αμελέ Ταμπουρού σκλήρυνε και μερικά από αυτά στην Σεβάστεια, στο Ερζερούμ, στο Μους, στο Ντιαρμπακίρ, στην Ούρφα και στην Τραπεζούντα διαλύθηκαν. Φεύγοντας από αυτά οι ένοπλοι ή άοπλοι μη μουσουλμάνοι και γυρνώντας στα μέρη τους, οργανώθηκαν σε ένοπλες μονάδες με την βοήθεια του Μητροπολίτη Σαμψούντας Γερμανού ο οποίος αποκτήσει αρκετή πείρα από την βουλγαρική εξέγερση στην Μακεδονία όταν ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς στα έτη 1900-1907. (Δεν υπήρχε σχέση των ανταρτών αυτών με την οργάνωση Μαύρη Μοίρα για την οποία μιλάει ο Μουσταφά Κεμάλ στο βιβλίο Νουτούκ). Οι πληροφορίες που έχουμε για την Μαύρη Μοίρα από την επίσημη ιστορία μας είναι λίγες, και αν όντως υπήρξε τέτοια οργάνωση γίνεται αντιληπτό πως έδρασε στην δυτική Ανατολία και στην Θράκη.
    Οι αντάρτες του Βασίλ Ουστά
    Παρά το ότι το φθινόπωρο του 1915 πενήντα νέοι Ρωμιοί είχαν πάρει τα όπλα μετά το κάψιμο από τις κυβερνητικές δυνάμεις τριών χωριών, όταν οι χωρικοί εναντιώθηκαν στην κυβερνητική επιδίωξη για εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια σε χωριά της Σαμψούντας, η περίοδος μέχρι τον Απρίλιο του 1916 που το ρωσικό ναυτικό βομβάρδισε την Γιόμρα ήταν βασικά ήσυχη.
    Το όνειρο του Χρύσανθου για ¨Τουρκοποντιακό κράτος¨.
    Ό Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος ήταν μια από τις βασικές φιγούρες που πίστευαν πως θα μπορούσε στην Ανατολία να προχωρήσει με ειρηνικό τρόπο η συνεργασία των Ελλήνων και Τούρκων, και πως με την συμβίωση αναπόφευκτα θα άνοιγε ο δρόμος για την ανωτερότητα του ελληνικού στοιχείου. Μόλις εξελέγη άρχισε απευθυνόμενος στην κοινότητα του μια έντονη προπαγάνδα για καλές σχέσεις με τους Τούρκους, και συναντώντας το 1914 κατά την επιστράτευση τον νομάρχη Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμί Μπέι εξασφάλισε την απόδοση πολιτικών καθηκόντων στους Ρωμιούς της πόλης που είχαν επιστρατευτεί, αποτρέποντας έτσι την εξορία των Ρωμιών το 1915. Μάλιστα το σε ποιο επίπεδο είχαν φτάσει οι σχέσεις τους, φαίνεται από αυτά που αναφέρει σχετικά με την κατοχή της Τραπεζούντας από τους Ρώσους στις 18-4-2010, ο Γιώργος Ανδρεάδης ο πατέρας του οποίου ήταν το 1917 μέλος του ιδρυθέντος στο Βατούμ Ποντιακού Κοινοβουλίου : Όταν οριστικοποιήθηκε η πτώση της Τραπεζούντας, η Τουρκική διοίκηση κάλεσε τον επίσκοπο Χρύσανθο και τους Ρωμιούς ηγέτες, παρέδωσε την πόλη στα χέρια τους και εμπιστεύτηκε σε αυτούς τους ανθρώπους την τύχη των φτωχών μουσουλμάνων που δεν είχαν την δυνατότητα να φύγουν. Ήταν μια ιστορική μέρα. Ο νομάρχης Τραπεζούντας Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Νεότουρκων Αλί Ριζά, παρέδωσε την διοίκηση της πόλης σε μια προσωρινή επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Χρύσανθο(…). Μετά από μια σύντομη τελετή παράδοσης ο νομάρχης Μι απευθυνόμενος στον Χρύσανθο είπε : Αυτήν τη χώρα την πήραμε από τους Ρωμιούς, και τώρα πάλι στους Ρωμιούς την επιστρέφουμε. Την μέρα που οι Ρώσοι μπήκαν στην Τραπεζούντα, βρήκαν ελληνική διοίκηση και όχι τουρκική. Οι Ρώσοι για να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο στα μετόπισθεν του Οθωμανικού στρατού είχαν αρχίσει να εξοπλίζουν τους ρωμιούς της Μπάφρας. Τον Ιούλιο ο Βασίλης Ανθόπουλος γνωστός σαν Βασίλ Ουστά μαζί με τους άντρες του επιτέθηκε σε μια στρατιωτική φυλακή στην Σεβάστεια και ελευθέρωσαν έναν Ρώσο στρατηγό. Με αυτή του την κίνηση ο Βασίλ Ουστά κερδίζοντας την συμπάθεια των Ρώσων, ήρθε με δέκα άτομα δίπλα του στην Τραπεζούντα, όπου ήρθε σε επαφή με τις Ρωσικές υπηρεσίες. Ο Βασίλ Ουστά αφού αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα με ρωσική τορπιλάκατο, ίδρυσε εκεί ελληνικά αντάρτικα σώματα, καθώς του είχαν δώσει το καθήκον να απασχολεί τους Τούρκους. Μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος και την έναρξη της αποχώρησης των Ρώσων, ανέλαβε πρωτοβουλία και επιτιθέμενος σε Τουρκικά χωριά άρχισε να σκοτώνει τα άτομα που καταπίεζαν τους Ρωμιούς. Αλλά όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις τον στρίμωξαν, κατέφυγε μαζί με άλλους εννιά στην Τραπεζούντα, έμεινε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου και πέθανε εκεί. Να αναφέρουμε πως ο Ριζά Νούρ στα απομνημονεύματα του, περιγράφοντας τον Βασίλ Ουστά λέει πως ¨Οι μουσουλμάνοι, οι Ρωμιοί, άντρες και γυναίκες της Σινώπης τον σεβόταν. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Φρόντιζε τους φτωχούς χωρίς να κοιτάει αν ήταν μουσουλμάνοι, όταν πέθανε οι Τούρκοι τον έκλαψαν όσο και οι Ρωμιοί¨.
    Συνέδριο στην Μασσαλία
    Ο Κωνσταντινίδης Κώστας γιος του τέως δημάρχου Κερασούντας Καπετάν Γιώργη, παίρνοντας θάρρος από την θέση του Λένιν για ¨ καθορισμό της τύχης των λαών από τους ίδιους¨ συγκάλεσε στις 4-2-1918 στην Μασσαλία Ποντιακό Συνέδριο με συμμετοχή Πόντιων εκπροσώπων από διάφορες χώρες. Σε τηλεγράφημα που απεστάλη στον Λέον Τρότσκι επιζητούνταν η στήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας στην δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους από την Σινώπη έως το Βατούμ. Όπως όμως η Σοβιετική Ρωσία δεν απάντησε στο αίτημα του συνεδρίου για βοήθεια, ακόμα και οι Γάλλοι που φιλοξένησαν το συνέδριο δεν τους άρεσε.
    Στο μεταξύ με την Ρωσική κατοχή, μέρος των εξορισθέντων από την Οθωμανική κυβέρνηση Ρωμιών άρχισαν να επιστρέφουν και τα αντάρτικα σώματα των Ρωμιών σε Σαμψούντα, Μερζιφόν και Αμάσεια συνέχισαν να οργανώνονται. Μάλιστα τον μήνα Νοέμβριο λεηλάτησαν κάποια χωριά στην περιοχή της Μερζιφόν.
    Τα κράτη της Αντάντ, όταν ένας υπολοχαγός ονόματι Χαμδί μαζί με τους στρατιώτες του βγήκαν στο βουνό και άρχισαν να οργανώνουν τους Τούρκους χωρικούς, κατηγόρησαν την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης πως έχει χάσει τον έλεγχο και παραβιάζει την ανακωχή.
    Η εμφάνιση στη σκηνή του Μουσταφά Κεμάλ
    Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ στις 19-5-1919 αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα ως επιθεωρητής στρατού, αποστολή του ήταν να αποτρέψει αυτές τις συγκρούσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ανακωχή. Περιγράφοντας αυτήν την περίοδο ο H. İ. Dinamo στο έργο του Ιερή Εξέγερση, λέει πως ο Μουσταφά Κεμάλ μόλις ήρθε στην Χάβζα συναντήθηκε με τον γνωστό παλικαρά της περιοχής Τοπάλ Οσμάν και ¨παρέδωσε την υπόθεση της σωτηρίας από τον ποντιακό μπελά στα έμπειρα χέρια του Τοπάλ Οσμάν¨. Ο Τοπάλ Οσμάν του είπε πως ¨Μην ανησυχείτε καθόλου στρατηγέ μου. Θα δώσω τέτοιο θυμίαμα σε αυτούς τους Ρωμιούς του Πόντου που όλοι τους θα πνιγούνε στις σπηλιές σαν σφήγκες¨. Ο Τοπάλ Οσμάν εκείνη την εποχή καταζητούνταν για εγκλήματα κατά τις σφαγές των Αρμενίων.
    Πιθανότατα μετά από αίτημα του Μουσταφά Κεμάλ , το ένταλμα σύλληψης του Τοπάλ Οσμάν ανακλήθηκε από τον Σουλτάνο, και παρά τις αντιρρήσεις τοπικών διοικούντων όπως του νομάρχη Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμί και του τοπικού έπαρχου άρχισε την δουλειά της εκκαθάρισης της περιοχής της Τραπεζούντας από τους Ρωμιούς του Πόντου. Με βάση τον Φαλίχ Ριφκί ο Τοπάλ Οσμάν εκκαθάρισε πλήρως την περιοχή από τους Ρωμιούς, επιτιθέμενος σε τρία σπίτια Ρωμιών για κάθε ένα σπίτι Τούρκου που είχε δεχτεί, καθώς και με βασανιστήρια. Βάζοντας τους να σκάψουν τον τάφο τους και θάβοντας τους ζωντανούς, και καίγοντας στα καζάνια των καραβιών αντί για κάρβουνο ζωντανούς ανθρώπους. Ο Ριζά Νουρ είχε πει στον Τοπάλ Οσμάν ¨Να μην αφήσεις λίθον επί λίθου στα χωριά των Ρωμιών¨ και εκείνος του απάντησε πως ¨έτσι κάνω, αλλά τις εκκλησίες και τα ωραία κτίρια τα διαφυλλάτω μήπως χρειαστούνε¨. Όταν ο Ριζά Νουρ του είπε ¨Και εκείνα κατάστρεψε τα, σκόρπισε ακόμα και τις πέτρες τους. Έτσι να μην μπορέσουν να πούνε ξανά πως εδώ υπήρχαν εκκλησίες¨, εκείνος του είπε ¨Πραγματικά, έτσι να κάνουμε. Δεν μου έκοψε τόσο¨.
    Καθώς ενώ αυτά συνέβαιναν στους Πόντιους, ζήτησαν βοήθεια από την Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση του Βενιζέλου δεν τους απάντησε καν, διότι ο Βενιζέλος είχε άλλους κατά την γνώμη του πιο ρεαλιστικούς και απτούς στόχους. Η Σοβιετική Ρωσία σε εφαρμογή της πολιτικής προσέγγισης προς την κεμαλική κίνηση, διέλυσε τα αντάρτικα σώματα των Ρωμιών στο Βατούμ, και παρέδωσε τους επικεφαλής των σωμάτων αυτών στους κεμαλιστές.
    Στο μεταξύ ο Χρύσανθος που είχε χάσει τις ελπίδες του από τα κράτη της Αντάντ, στράφηκε στο εσωτερικό και υπέγραψε πρωτόκολλο με τον Αχμέτ Ιζέτ Πασά, που τον έβλεπε σαν γέφυρα συνεργασίας με τους Κεμαλικούς. Σύμφωνα με αυτό, οι εκκλησίες και τα σχολεία των Ρωμιών θα διαφυλάτονταν όπως ήταν, θα υπήρχε εγγύηση για την νομική αυτονομία, θα ιδρύονταν από κοινού διοικητικά δικαστήρια, θα δινόταν ίση συμμετοχή κοινοτήτων στην τοπική βουλή και στην στρατοχωροφυλακή, και τα ελληνικά θα αναγνωρίζονταν σαν δεύτερη επίσημη γλώσσα. Ο Χρύσανθος για να φτάσει αυτό το κείμενο στην επιτροπή αντιπροσώπων, παρέδωσε ένα αντίγραφο του κειμένου αυτού στον Καρά Βασίφ Μπέι (εκ των ηγετών του Ένωση και Πρόοδος), όμως και επειδή η τουρκική πλευρά δεν ενδιαφέρθηκε, αλλά και επειδή ο Βενιζέλος θέλοντας να κρατήσει τα όνειρα του σε ρεαλιστικό επίπεδο δεν το ενέκρινε, δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτά τα βήματα.
    Η ήττα των Ελλήνων
    Στην Ελλάδα στις 30-9-1920 ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε ένα μήνα μετά από δάγκωμα μαϊμούς, και μέσα στην δυναστική κρίση ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και στις 19-1 γύρισε στην Αθήνα ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος. Υπήρξε ακαταστασία στις βαθμίδες των αξιωματικών του Ελληνικού στρατού και μαζί με την υποχώρηση του από το σημείο Ινονού στις 10-1-1921, ενδυναμώθηκε και η Άγκυρα. Με την υπογραφή στις 16-3-1921 συμφωνιών ανάμεσα στον Μπεκίρ Σαμή Μπέι και στη Σοβιετική Ρωσία και τους Άγγλους οριστικοποιήθηκε η μοίρα του Ποντιακού κινήματος (και φυσικά των ελληνικών δυνάμεων που βρισκόταν στην Ανατολία).
    Από την ημερομηνία αυτή και μετά σκλήρυνε ιδιαίτερα η στάση της κυβέρνησης της Άγκυρας έναντι των Ρωμιών του Πόντου. Τον Φεβρουάριο μια ομάδα προεστών από Σαμψούντα και Μπάφρα συνελήφθησαν. Εκδόθηκε εγκύκλιος για την αποστολή νέων Ρωμιών στα τάγματα εργασίας, και αυτοί που δεν μετείχαν άρχισαν να συλλαμβάνονται. Τον Απρίλιο ο Νουρεντίν Πασάς επικεφαλής της κεντρικής στρατιάς, άρχισε την πρώτη επιχείρηση ενάντια στους Πόντιους αντάρτες στην περιοχή της Μπάφρας. Η Άγκυρα, μετά τον βομβαρδισμό από το αντιτορπιλικό Κιλκίς της Ινέπολης τον Ιούνιο, αποφάσισε την εξορία όλων των Ρωμιών στα ενδότερα, και τα πρώτα καραβάνια από Σαμψούντα, Μπάφρα και Αλατζάμ βγήκαν στους δρόμους. Στα καραβάνια αυτά πολλές ζωές χαθήκαν καθοδόν από τις επιθέσεις των ανταρτών του Τοπάλ Οσμάν.
    Όμως ο επικεφαλής της επιχείρησης Νουρεντίν Πασάς λόγω ¨των παράνομων πρακτικών που εφάρμοσε¨ κατά την κουρδική εξέγερση του Κότσγκιρί, απαλλάχθηκε των καθηκόντων του από την τουρκική βουλή, και στις 8-2-1922 και ενώ είχε καταργηθεί η κεντρική στρατιά, το καθήκον ενάντια στο Ποντιακό δόθηκε στον Τζεμίλ Τζαχήτ Μπέι επικεφαλής της 10ης μεραρχίας. Η μεραρχία ενδυναμωμένη με στρατιώτες και εξοπλισμό, εκκαθάρισε τους τελευταίους αντάρτες που είχαν διαφύγει στα βουνά της Μαλάτιας και του Χάρπουτ, θέτοντας επίσημα τέλος στο ¨Ποντιακό Ζήτημα¨.
    Ποιος ήταν ο απολογισμός
    Οι ελληνικές πηγές αναφέρουν πως 300 χιλιάδες Πόντιοι έχασαν τη ζωή τους στα έτη 1914-1923. Με βάση τους υπολογισμούς του Στέφανου Γεράσιμου κατά τα έτη 1916-1923 πέθαναν από 65 έως 70 χιλιάδες Ρωμιοί. Με βάση τα στοιχεία του Γενικού Επιτελείου ο αριθμός των φονευθέντων από τους αντάρτες Τούρκων την ίδια περίοδο ήταν 1817.
    Είναι φανερό πως οι Ρωμιοί του Πόντου πλήρωσαν πικρό τίμημα, καθώς έπεσαν θύματα ονειροπόλων ηγετών που παρασυρθήκαν από την εθνικιστική ιδεολογία, υποτίμησαν την δύναμη των αντιπάλων, παραφούσκωσαν την δική τους δύναμη και την διεθνή στήριξη και απέτυχαν συνεχώς να οργανώσουν την κοινότητα τους. Όμως το ότι εκείνο τον καιρό που με επικεφαλής τους Τούρκους προεστούς της Μπάφρας και του Ερζερούμ υπήρχαν πολλές αυτόνομες δομές, που η κεμαλική κίνηση ήταν ένα κίνημα για δημιουργία έθνους-κράτους από μια διαλυμένη αυτοκρατορία, δεν αποτελεί παράδοξο να θέλουν και οι Ρωμιοί να δημιουργήσουν το δικό τους έθνος-κράτος. Δεν είμαι σίγουρη πως τα μέλη του Σουηδικού κοινοβουλίου ξέρουν αυτήν την πολύπλοκη ιστορία, αλλά γίνεται αντιληπτό πως οι μέθοδοι που εφάρμοσε Ο Τοπάλ Οσμάν και οι αντάρτες του για να καταπνίξουν τον Ποντιακό εθνικισμό, εμπίπτουν στον ορισμό της Συνθήκης των Γενοκτονιών του 1948.
    Σχόλιο : Μακάρι οι Έλληνες πολιτικοί και ιστορικοί να έλεγαν και να πίστευαν αυτά που γράφει αυτή η ιστορικός. Μακάρι.
    Filed under: TARAF http://tourkikanea.wordpress.com/2010/04/18/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%85/
  8. From the abode of Islam to the Turkish vatan
    William ARMSTRONG –
    http://www.frontpagemag.com/2014/david-mikics/the-nazi-romance-with-islam-has-some-lessons-for-the-united-states/
    ——————————————————-
    ……………….
    Ihrig argues that the Turkish treatment of minorities, both under Atatürk and earlier, was the true precursor for Hitler’s murderous policy in the East. Those “bloodsuckers and parasites,” the Greeks and Armenians, had been “eradicated” by the Turks, Tröbst explained in Heimatland. “Gentle measures—that history has always shown—will not do in such cases.” The Turks had achieved “the purification of a nation of its foreign elements on a grand scale.” He added that “Almost all of those of foreign background in the area of combat had to die; their number is not put too low with 500,000.” Here was a chilling endorsement of genocide, and one that surely did not escape Hitler’s eye. Shortly after his articles appeared, Hitler invited Tröbst to give a speech on Turkey to the SA.

    From 1923 on, Hitler consistently praised Atatürk in his own speeches as well. Berlin, like Istanbul, was cosmopolitan and decadent. Munich, site of Hitler’s beer-hall putsch, was the place for a German “Ankara government.” When Hitler seized power in 1933 his Völkischer Beobachter cited Atatürk’s victory as the “star in the darkness” that had shone for the beleaguered Nazis in 1923, after the putsch’s failure. Turkey was “proof of what a real man could do”—a man like Atatürk, or Hitler.
    The Third Reich produced many idolizing biographies of Atatürk. Six years after the Turkish leader’s death, in late 1944, a delusional Hitler was still dreaming of a postwar alliance between Turkey and Germany. He never got his wish. During the war, Turkey, as a neutral power, kept its distance from the Nazis until it finally declared war against Germany in February 1945.
    In Turkey, criticizing Atatürk can still get you three years in jail, though the country’s increasingly unhinged President Recep Tayyip Erdogan broke the law himself last year when he called Atatürk a drunkard. While Erdogan wants to reverse his predecessor’s program for secularizing Turkey, he appears to be imitating Atatürk’s extravagant cult of personality along with his habit of demonizing his enemies. But while Atatürk disdained Hitler’s anti-Semitism, Erdogan is obsessed with Jews. The 2014 Gaza operation, he has remarked , was worse than anything Hitler ever did, and the Israelis have been committing “systematic genocide every day” since 1948. Perhaps if Erdogan had been in power in the 1940s, the Nazis would have found the Muslim ally they so desperately sought.
    ………………
    ———————————————————————–

    As the world continues to obsess about the Sykes-Picot borders in the Middle East, it’s worth considering where Turkey fits into the picture. The crumbling of the Ottoman Empire led to the formation of those allegedly artificial borders to the south, but emerging from the ashes in the Ottoman heartland was a nation state determined to prove its authenticity, forging a powerful national narrative in the fire of an independence war. The shift in the way the new Turkish Republic related to its citizens was profound, but the antecedents of this shift actually went back a long way. This book by Marmara University assistant professor Behlül Özkan charts how the old religiously defined imperial Ottoman system was replaced with one of direct loyalty to a territorially-bound state; the shift from an Ottoman to a Turkish vatan. Each page is densely packed with material, and although much of the research is probably not completely original, it’s still a stimulating and impressive work.
    In the first half of the 19th century, the Ottoman Empire faced a crisis of legitimacy similar to that experienced by other European monarchies after the French Revolution. As Eric Hobsbawm observed:
    Such traditional guarantors of loyalty as dynastic legitimacy, divine ordination, historic right and continuity of rule, or religious cohesion, were severely weakened … All these traditional legitimations of state authority were, since 1789, under permanent challenge. This is clear in the case of monarchy. The need to provide a new or at least a supplementary, ‘national’ foundation for this institution was felt in states as secure from revolution as George III’s Britain and Nicholas I’s Russia.
    For a multiconfessional, multilingual state headed by a dynasty such as the Ottomans or the Habsburgs, the question was doubly difficult. Constructing an encompassing identity to unite people from different ethnic and religious origins was described memorably by Benedict Anderson as “stretching the short, tight, skin of the nation over the gigantic body of the empire.” But as separatist forces tugged at the edges of the empire, the central authority saw that something had to be done. Alongside the considerable administrative reforms introduced during the reign of Mahmud II (1808-1839), symbolic changes were therefore also introduced in order to establish a “national monarchy.” The first ever coat of arms for the Ottoman dynasty was created, the first national anthem was composed, and new medals were introduced to reward service and loyalty to the state.

    “Ottomanism” came along shortly after, an attempt to inculcate popular support for the idea of the Ottoman vatan. Until the first half of the 19th century, only the ruling elites really considered themselves to be Ottomans, so Ottomanism sought to solve the nationality problem in a multiethnic empire by promoting popular loyalty to a common fatherland. But as Özkan suggests, the pull of Ottomanism was no match for separatist nationalisms: “Rival nationalist ideologies, which aimed to create national territories, were much more powerful than imperial patriotism in creating physical boundaries, to unite and divide space and mental boundaries and to separate ‘us’ from ‘them.’” After Abdülhamid II became sultan in 1876, Ottomanism was discarded, and his reign was marked by an emotionally satisfying but practically limited emphasis on Islam as glue to hold together the fraying empire.
    The Young Turk revolution that overthrew Abdülhamid in 1908 reopened the ideological struggle over state ideology, with sincere attempts to rekindle Ottomanism jostling with nascent ideas of Turkish nationalism and Turkism. But events would soon take over; the Balkan Wars (in which the empire lost its last possessions in Europe and hundreds of thousands of refugees migrated to Anatolia), the First World War (which precipitated the final collapse of the empire), and the Independence War (which led to the establishment of the Turkish Republic), would together reinforce Turkish nationalist and Islamist sentiment. Amid this whirlwind, writer Şevket Süreyya Aydemir vividly observed that “everything had become clear,»
    This collapse was not simply a defeat of a state. It was the end of a groundless dream. It was a complete downfall of a spirit and mentality. A tale, an imperial tale was coming to an end. Apparently, what we considered as grandeur was just a sleep of negligence.”
    At the beginning of the national liberation struggle, the goal of defending the vatan against “the enemies of Islam” who had invaded Anatolia formed the building block of the coalition of various groups led by Mustafa Kemal. It was only after the consolidation of their power that the Kemalists started to put more emphasis on the Turkishness of that vatan. As future president İsmet İnönü put it bluntly after the suppression of the Sheik Said Revolt in Diyarbakır in 1925, “nationalism is the only element for our unity. As Turks are in the majority, other groups do not have any power. Our mission is to Turkify non-Turkish groups in the Turkish vatan. We are going to extirpate groups who oppose Turks and Turkishness.” The Kemalists faced a major obstacle as the loss of empire was recent and still rankled with many, to whom the idea of a comparatively small nation-state seemed unsatisfying and unattractive. But rather than indulging unrealizable pan-Turkist ambitions to unite Anatolian and Central Asian Turks, the authorities initiated a campaign of territorial nationalism to strengthen the Turkish people’s psyche. School textbooks were a key battleground in this effort, and Özkan is particularly good on republican-era history and geography books, which inculcated territorial nationalism and sought to strengthen Turkish citizens’ association with Anatolia by proving Turks’ historic links to the vatan.
    In his conclusion, Özkan writes about how today’s postmodern currents comprehensively undermine ruling elites’ capacity to impose the mental maps of identity as they did in previous generations:
    Today the meanings of territory and nation in Turkey are challenged under the strong currents of globalization by new internal players, including industrial regions, business associations, and civic organizations … Although the Turkish state continues to be the main player within the vatan, these substate and suprastate actors continuously challenge the territorialization of social realities based on a national scale.
    Indeed, while Turkey is rarely mentioned amid the current “Sykes-Picot borders” fixation, it is also affected by similar global currents that helped inspire challenges to traditional state arrangements to its south. That is discernible in the Islamist reimagining of neo-Ottoman Turkey’s role in the world as much as it is in the “Gezi generation’s” discontent with ruling authority.
    October/23/2014

    http://www.hurriyetdailynews.com/from-the-abode-of-islam-to-the-turkish-vatan.aspx?PageID=238&NID=73318&NewsCatID=474
  9. Race and racism in modern Turkey
    BULENT GOKAY 5 November 2014
    Ninety years since the establishment of the Republic, in an ever more complex society, the limitations and contradictions of Turkish national identity are coming to the fore more and more.

    “there is a global racial hierarchy that helps to shape the power and the prejudices of each race. At the top of this hierarchy are whites. The reasons are deep-rooted and profound. White societies have been the global top dogs for half a millennium, ever since Chinese civilization went into decline. With global hegemony, first with Europe and then the US, whites have long commanded respect, as well as arousing fear and resentment, among other races. Being white confers a privilege, a special kind of deference, throughout the world, be it Kingston, Hong Kong, Delhi, Lagos – or even, despite the way it is portrayed in Britain, Harare. Whites are the only race that never suffers any kind of systemic racism anywhere in the world. And the impact of white racism has been far more profound and baneful than any other: it remains the only racism with global reach.”
    Martin Jacques, “The global hierarchy of race”, The Guardian, 20 September 2003.

    When you ask Turkish people “Is there racism in Turkey?”, most will answer, “No, not a bit of it, I am a Turkish person myself and have never ever seen or heard of it.” But racism is everywhere, not only the kind of racism against Turkey’s largest ethnic minority group, the Kurds, but against all other ethnic and religious minorities as well, especially if your skin colour is darker than the majority of Turkish people’s skin colour. The media is full of stories, almost daily, on how black people, or Roma people, are subjected to racism in the streets of Istanbul, even by the members of the Turkish police force.
    Reconstructing modern Turkish identity
    Mustafa Kemal Atatürk.
    First President of the Republic of Turkey, Mustafa Kemal Atatürk. Wikimedia/Public domain.
    When General İlker Basbuğ, the highest ranking officer in Turkey until just a few years ago, defined some citizens as, “people who don’t really have Turkish blood in their veins,” he was revealing just the tip of an ugly iceberg. General Basbug here was merely repeating what was established as one of the foundation stones of the new “secular” Turkish identity under the founding father of modern Turkey, Mustafa Kemal Ataturk.

    Following the departure of the last Greek soldiers from Anatolian soil on 15 September 1922, the ceasefire of 11 October and the evacuation of eastern Thrace by the Greek army, the Lausanne peace conference opened. While the conference maintained suspense over the conclusion of peace, the year 1923 marked the establishment of the basic institutions, as well as the policies, of the new Turkey. During this time, Mustafa Kemal developed his critique of the economic backwardness of his country and its Islamic culture, and introduced his main goal as how to achieve western standards of political and economic management, in other words ‘to make Turkey European’.
    Ataturk genuinely believed that the new Turkey should cut all its “Eastern/ Muslim” origins adrift and define itself as part of the “White/ Western” civilization. He tried to prove this in many different ways for the rest of his life. The Turkish delegation at Lausanne sought to convince the British, French and Italian delegates that the Ankara government had nothing in common with the “old Eastern/ Muslim Turk” represented by the Ottoman Empire.
    Hence, the new Turkey, from the start, identified itself directly and immediately with the history, culture and perceptions of the western world, claiming a total break with the Ottoman and Islamic past. By 1925 an independent Turkish Republic was firmly established with its new western institutions and militantly secular modernising ideology. A completely new social order was created under the rule of its small secular military elite. The events of these early years mark an important watershed in the development of Turkish state ideology, which is still dominating most aspects of the Turkish state and society.
    In 1932, a Turkish Historical Congress was convened in Ankara with the task of proving the theory that the Turks were indeed a white Aryan race originating in Central Asia where ‘Western civilization’ was assumed to have originated. The second Turkish Historical Congress met in Istanbul in 1937, where further desperate steps were taken to prove that the Turks were indeed a central part of the White European race. Eugene Pittard**, the Swiss anthropologist whose work was perceived and practiced as a racist account of humanity, not only participated but was announced as the honorary president.
    When Mustafa Kemal spoke of the future of his country in terms of a western perception he was indeed registering the identity of the Turkish elite, of which he was a distinguished member. The western-oriented elite would, and indeed did, use this position to feel superior to their own people because they were able to articulate the “Eastern”, the “Oriental”, the “Muslim Turk”, to the “West”. Yet, in their relationships with the western world, they could always remain as “enlightened natives”. In other words, “modern” Turkey was accepted as a useful outsider and an incorporated weak partner for the west, and has stayed as such until now. However, the self-perceptions of individual members of the country have remained closely rooted in the identity-formation processes of those early days, the days of the 1920s and 30s.
    Mustafa Kemal Atatürk in 1923.
    Mustafa Kemal Atatürk in 1923. Wikimedia/Public domain.
    It is now more than 90 years since the establishment of the Republic, and in an ever more complex and impersonal society, the limitations and contradictions of Turkish national identity are coming to the fore more and more. As Turkey is moving deep into the twenty first century, a sense of confusion about ethnicity, nationhood, religion, secular-ity and the country’s role in the world is very pronounced.

    Every Turkish child still grows up memorizing Atatürk’s 1927 address to the youth, which says “the noble Turkish blood in your veins.” All primary and secondary schools still teach a “Turkish” history that starts with the Huns of Central Asia, giving an ethnic, not civic, sense of a nation. And nationalist demagogues speak of “pure Turks” in the country, clearly excluding the Kurds and all non-Muslims, and, recently sharply against (Muslim) Arabs, as the number of Syrian refugees increases fast in the country.
    Syrian refugees and Turkish racism
    In May 2014, when reports came out that Syrians mugged someone in Ankara, local people stoned the building Syrians lived in and set it alight. Violence escalated, many were wounded and detained. There is increasing resentment of Syrians everywhere and they are being attacked and marginalized on a daily basis. There were some serious lynching attempts against Syrians in the border towns, Gaziantep, Şanlıurfa and Mardin. Anti-Syrian demonstrations, previously only in border towns and cities, now reached Istanbul, Ankara and many other western cities where hundreds of Turkish residents, armed with machetes and sticks, attacked Syrian refugees, their properties and businesses. Right-wing nationalist groups, together with some local gangs, are hunting Syrian refugees in city streets, and when caught, their prey are badly beaten. Every single day Turkish newspapers are full of such horrific incidents. The sad fact is that millions of ordinary Turkish citizens, who are not part of such fascist gangs, are just watching such incidents without offering any protection to their Syrian neighbours trying to survive increasingly in ever more desperate conditions.

    The status of Syrian refugees in Turkey is also very curious: officially they are considered as “guests” not “refugees”. This is because Turkey, being a signatory to the 1951 UN Convention on Refugees, is bound by a technicality – “geographical limitation”– which states that it can only grant refugee status to asylum seekers from Europe. The lack of refugee status hinders outside oversight and assistance, and deprives the Syrians of rights guaranteed under international conventions. Syrian refugees in Turkey do not have the same rights as asylum seekers from non-European countries either. They cannot register with the UNHCR to apply for asylum in a third country. Consequently they live in limbo, dependent on pitiful hand-outs given in overcrowded and under-standard “guest” camps/ huge immigration prisons, where there is often no running water, and there is disease.
    Therefore, discussions of racism take on added importance with the recent influx of Syrian refugees in Turkey. According to a recent survey, “blind patriotism” appears to be dominant among Turkish citizens, even in the most urban parts of western Turkey. “Blind patriotism”- the act of allegiance to a cause without clear thought, a completely one-sided loyal commitment – here refers to reactions that may be described as, “Whatever my country does, I support.” Sixty-nine percent of those surveyed said there is nothing to be ashamed of in the country’s history. All this explains why a TV series and a cinema film based on the series, “The Valley of the Wolves”, that glorifies gun-toting nationalists who mow down their mainly Kurdish enemies, is by far the highest rating TV series and one of the highest box office returns in the history of Turkish TV and cinema. Even Turkey’s parliamentary speaker, Bulent Arinc, described it as «absolutely magnificent». ***
    ___________________________________________________________________________
    * Martin Jacques, “The global hierarchy of race”, The Guardian, 20 September 2003.
    **Pittard wrote his Race and History in 1926, where he sets out a definite relationship between race and social behaviour based on a study of human skulls and brains and classifying various racial groups according to their intellectual capabilities.
    *** The report, titled Nationalism in Turkey and the World, was produced as part of the International Social Survey Program and deals with issues such as nationalism, citizenship and national identity. The organization conducted face-to-face interviews with 1,666 adults in 64 provinces, completing the research in March 2014.
    https://www.opendemocracy.net/arab-awakening/bulent-gokay/race-and-racism-in-modern-turkey
  10. Πάντα λοιπόν
    ο νικητής του νικημένου γράφει την ιστορία
    το πρόσωπο του χτυπημένου παραλλάζει
    εκείνος που τον χτύπησε. Απ’ τον κόσμο
    φεύγει ο αδύναμος, και πίσω μένει το ψέμα.
    Μπρεχτ
  11. The Nazi Romance With Islam Has Some Lessons for the United States
    December 1, 2014 by David Mikics 11 Comments

    11268
    Print This Post Print This Post

    mikics_620Reprinted from Tabletmag.com.
    Both Hitler and Himmler had a soft spot for Islam. Hitler several times fantasized that, if the Saracens had not been stopped at the Battle of Tours, Islam would have spread through the European continent—and that would have been a good thing, since “Jewish Christianity” wouldn’t have gone on to poison Europe. Christianity doted on weakness and suffering, while Islam extolled strength, Hitler believed. Himmler in a January 1944 speech called Islam “a practical and attractive religion for soldiers,” with its promise of paradise and beautiful women for brave martyrs after their death. “This is the kind of language a soldier understands,” Himmler gushed.
    Surely, the Nazi leaders thought, Muslims would see that the Germans were their blood brothers: loyal, iron-willed, and most important, convinced that Jews were the evil that most plagued the world. “Do you recognize him, the fat, curly-haired Jew who deceives and rules the whole world and who steals the land of the Arabs?” demanded one of the Nazi pamphlets dropped over North Africa (a million copies of it were printed). “The Jew,” the pamphlet explained, was the evil King Dajjal from Islamic tradition, who in the world’s final days was supposed to lead 70,000 Jews from Isfahan in apocalyptic battle against Isa—often identified with Jesus, but according to the Reich Propaganda Ministry none other than Hitler himself. Germany produced reams of leaflets like this one, often quoting the Quran on the subject of Jewish treachery.

    It is not surprising, then, that there are those today who draw a direct line between modern Jew-hatred in the Islamic world and the Nazis. A poster currently at Columbus Circle’s subway entrance proclaims loudly that “Jew-hatred is in the Quran.” The poster features a photograph of Hitler with the notoriously anti-Jewish Mufti al-Husaini of Palestine, who is erroneously labeled “the leader of the Muslim world.” The truth is considerably more complex. The mufti made himself useful to the Nazis as a propagandist, but he had little influence in most Muslim regions. Few Muslims believed Nazi claims that Hitler was the protector of Islam, much less the Twelfth Imam, as one Reich pamphlet suggested.
    The Nazis’ anti-Jewish propaganda no doubt attracted many Muslims, as historian Jeffrey Herf has documented, but they balked at believing that Hitler would be their savior or liberator. Instead, they sensed correctly that the Nazis wanted Muslims to fight and die for Germany. As Rommel approached Cairo, Egyptians started to get nervous. They knew that the Germans were not coming to liberate them, but instead wanted to make the Muslim world part of their own burgeoning empire. In the end, more Muslims wound up fighting for the Allies than for the Axis.
    Hitler’s failed effort to put Muslim boots on the ground still stands as the most far-reaching Western attempt to use Islam to win a war. Such is the judgment of David Motadel, the author of a new, authoritative book, Islam and Nazi Germany’s War . Motadel’s detailed and fascinating explanation of how and why the Nazis failed to get Muslims on their side is a must-read for serious students of World War II, and it has an important message as well for our own policy in the Middle East.
    ***
    To grasp why the Nazis had such high hopes for Muslim collaboration—and why their hopes failed—we need to go back to the great war that made Hitler the fanatical monster he was. One hundred years ago, a few months into World War I, Germany looked like it might be in trouble. The German offensive had failed to break through at Ypres after a month of bloody fighting. The waves of German soldiers stumbling through no-man’s land slowed to a stop. The kaiser’s army was exhausted, and its commanders suddenly realized that the quick Western Front victory they had dreamed of was impossible. Meanwhile, Russia was massing troops around Warsaw, and the tsar had just declared war on the Ottoman Empire.
    There was one bright spot, though. On Nov. 11, 1914, the highest religious authority of the Ottoman caliphate, Sheikh al-Islam Ürgüplü Hayri, issued a call for worldwide jihad against Russia, Britain, and France. Suddenly, the Great War was a holy war. Surely, the Germans dreamed, Muslims would join their side en masse and turn the tide of battle.
    In the early years of World War I the German Reich caught Islam fever: Muslims became the great Eastern hope against the Entente. Helmuth von Moltke, chief of the German general staff, planned to “awaken the fanaticism of Islam” in the French and British colonies, making the Muslim masses rise up against their European masters. Max von Oppenheim , the German diplomat and orientalist, described Islam as “one of our most important weapons” in his famous position paper of October 1914. Oppenheim wanted to spark a Muslim revolt stretching from India to Morocco that Germany could use for its own purposes. Germany just needed to get the message across, Oppenheim insisted: Russia, Britain, and France were the oppressors of Muslims, whereas the Germans would liberate them.
    The German strategy didn’t work. Instead, Britain and France won the game when they capitalized on the Arab uprising against a crumbling Ottoman Empire. T.E. Lawrence, rather than the kaiser, inspired the Arabs. After the war, Britain and France sliced up the Middle East pie between them in the Sykes-Picot agreement of 1916.
    Germany tried once again to mobilize Islam in WWII. Astonishingly, in 1940 Oppenheim, at that point 80 years old, championed the same plan that had failed so badly in the previous war. Even more surprising, Hitler and Himmler warmly embraced the part-Jewish Oppenheim’s idea: They too thought that Islam would help bring about a Nazi triumph.
    “German officials would always refer to global Islam, to pan Islam,” Motadel told me over the phone from his home in Cambridge, England, where he is Research Fellow in History at the University of Cambridge’s Gonville and Caius College. The Nazis spoke of the Muslims as a “bloc” that could be “activated” against the British, the French, and the Soviets. Their belief that Islam was monolithic led them to ignore differences of region, sect, and nationality, which helped to ensure the failure of their efforts.
    As Motadel documents, those efforts were indeed considerable. Germans sought out imams who would issue fatwas for their side, and they told their soldiers to be especially careful of religious sensibilities when traveling through Muslim territory. They gave special privileges to Muslims who joined the Wehrmacht: The Nazi leadership even allowed them to follow Muslim dietary laws. Astonishingly, German forces in the East permitted Muslims to practice both circumcision and ritual slaughter, proving more liberal on these two issues than many Europeans are today. At the beginning of Operation Barbarossa, the Germans murdered many Muslims because they were mistaken for Jews: They didn’t realize that Muslims were also circumcised. But Berlin soon corrected the error and cautioned troops in the East to make sure to treat Muslims with respect, since they were Germany’s potential allies. In December 1942 Hitler decided he wanted to recruit all-Muslim units in the Caucasus. He distrusted Georgians and Armenians, but the Muslims, he said, were true soldiers.
    The Germans assumed that the Muslim world would naturally flock to the Nazi banner, since Muslims like Germans knew that Jews were the enemy, and since Germany was offering them freedom from France, Britain, and Russia. But for the most part, they were wrong. Muslims only embraced the Nazi cause in places where they were desperate to arm themselves against local persecutors, the Crimea, the Caucasus, and the Balkans. In most of the Muslim world, Hitler failed to attract a large following.
    North Africa was a miserable failure for German recruitment. “230,000 Muslims fought for the Free French against the Axis from North Africa,” Motadel pointed out to me in our interview, far more than those who enlisted with Germany. The Germans had their millions of leaflets, but they were not the only propagandists in the field. “The Free French mobilized them with anti-colonial rhetoric. The British and French were the ruling powers; they had much more control over propaganda.”
    The East was much more favorable than North Africa to the German recruitment drive. The Muslims of the Caucasus and the Crimea had many reasons to choose Germany over Stalin’s Soviet Union. “In the East the Muslim population had really suffered under Stalin, economically and religiously,” Motadel remarked to me. They had nothing to lose, they thought, by siding with “Adolf Effendi.” The Crimean Tatars took a notorious place among Germany’s most loyal and ruthless battalions, fighting both in the East and, near the end of the war, in Romania. The Tatars made the wrong choice: Stalin mercilessly deported many of them to his gulags after the war.
    In the Balkans many Muslims turned to Germany in the middle of a brutal civil war, fleeing the rampages of the Croatian Ustase. The infamous all-Muslim Handžar battalion of the SS, organized in the Balkans late in the war, committed many atrocities. In Serbian areas, noted one British officer, the Handžar “massacres all civil population without mercy or regard for age or sex.”
    The Nazis made sure, with few exceptions, that the Nuremberg laws could be applied only to Jews, not to those other Semites, the Arabs, nor to Turks and Persians—which paradoxically allowed certain communities of Jews in Muslim regions to also survive the Shoah. In Crimea, two puzzled officers of the Wehrmacht, Fritz Donner and Ernst Seifert, reported on “Near Eastern racial groups of a non-Semitic character who, strangely, have adopted the Jewish faith,” while also noting that “a large part of these Jews on the Crimea is of Mohammedan faith.” What to do? In the end the Reich ruled that the Karaites, traditionally seen as a Turkic people, could be spared, while the Krymchaks should be murdered as Jews, though both these Crimean tribes followed Jewish law. In the northern Caucasus, the Nazis decided that the Judeo-Tats, a tiny Torah-observant island in a sea of Muslims, had only their religion in common with Jews. In effect, they became honorary Muslims and were saved from death. The Karaites were close to the Muslim Crimean Tatars, and the Judeo-Tats also had deep ties to their Muslim neighbors. It was their supposed affinity to Islam that saved the lives of these observant Jews. In these cases the Nazi wish to cultivate the Muslim world even affected to a small degree their anti-Semitic policy—to the Jews’ advantage.
    ***
    Hitler cultivated many parts of the Muslim world, but he was fanatically enthusiastic about only one country: Turkey (the Nazis officially decided in 1936 that the Turks were Aryans). Stefan Ihrig’s brilliant new book Atatürk in the Nazi Imagination demonstrates convincingly that Mustafa Kemal Atatürk’s conquest of Turkey was the most important model for the Nazis’ remaking of Germany, far more so than Mussolini’s 1922 March on Rome, which is usually cited as Hitler’s main inspiration. Turkey had taken control of its destiny in manly fashion, in proud defiance of the international community—if only Germany would do the same! So argued many on the German right, including Hitler, during the 10 years between Atatürk’s victory and the Nazi seizure of power.
    The victorious Entente had vastly curtailed Ottoman territory under the Treaty of Sèvres after WWI, just as the Treaty of Versailles shrank German territory. But the new nation of Turkey threw off the victors’ shackles and, after Mustafa Kemal (later renamed Atatürk) marched from Ankara westward, the Turks won the right to a homeland in the 1923 Treaty of Lausanne. The Weimar Republic’s newspapers obsessively celebrated the Turks’ victory and endorsed their claims to the disputed region of Hatay (the Turks’ Alsace-Lorraine), portraying the Turks as more advanced than the Germans, trailblazers on the path to strong nationhood. “If we want to be free, then we will have no choice but to follow the Turkish example in one way or another,” the right-wing military man and journalist Hans Tröbst announced in the newspaper Heimatland in 1923. Nearly every item in Hitler’s playbook can be found in such Weimar-era endorsements of Atatürk: All Turkey had mobilized for the war; strong faith in their leader had saved them.
    Ihrig argues that the Turkish treatment of minorities, both under Atatürk and earlier, was the true precursor for Hitler’s murderous policy in the East. Those “bloodsuckers and parasites,” the Greeks and Armenians, had been “eradicated” by the Turks, Tröbst explained in Heimatland. “Gentle measures—that history has always shown—will not do in such cases.” The Turks had achieved “the purification of a nation of its foreign elements on a grand scale.” He added that “Almost all of those of foreign background in the area of combat had to die; their number is not put too low with 500,000.” Here was a chilling endorsement of genocide, and one that surely did not escape Hitler’s eye. Shortly after his articles appeared, Hitler invited Tröbst to give a speech on Turkey to the SA.
    From 1923 on, Hitler consistently praised Atatürk in his own speeches as well. Berlin, like Istanbul, was cosmopolitan and decadent. Munich, site of Hitler’s beer-hall putsch, was the place for a German “Ankara government.” When Hitler seized power in 1933 his Völkischer Beobachter cited Atatürk’s victory as the “star in the darkness” that had shone for the beleaguered Nazis in 1923, after the putsch’s failure. Turkey was “proof of what a real man could do”—a man like Atatürk, or Hitler.
    The Third Reich produced many idolizing biographies of Atatürk. Six years after the Turkish leader’s death, in late 1944, a delusional Hitler was still dreaming of a postwar alliance between Turkey and Germany. He never got his wish. During the war, Turkey, as a neutral power, kept its distance from the Nazis until it finally declared war against Germany in February 1945.
    In Turkey, criticizing Atatürk can still get you three years in jail, though the country’s increasingly unhinged President Recep Tayyip Erdogan broke the law himself last year when he called Atatürk a drunkard. While Erdogan wants to reverse his predecessor’s program for secularizing Turkey, he appears to be imitating Atatürk’s extravagant cult of personality along with his habit of demonizing his enemies. But while Atatürk disdained Hitler’s anti-Semitism, Erdogan is obsessed with Jews. The 2014 Gaza operation, he has remarked , was worse than anything Hitler ever did, and the Israelis have been committing “systematic genocide every day” since 1948. Perhaps if Erdogan had been in power in the 1940s, the Nazis would have found the Muslim ally they so desperately sought.
    Weaponizing Islam has often been a temptation for the United States, just as it was for Germany. In its battle against Moscow, Washington recruited Islamic leaders after WWII, most famously Said Ramadan, a major figure in the Muslim Brotherhood. The United States even smiled on Saudi Arabia’s funding of radical Islamist organizations, hoping that religion would serve as a bulwark against Soviet Communism. Then the Muslim Brotherhood killed U.S. ally Anwar Sadat, and its follower Ayman al-Zawahiri became, along with Osama Bin Laden, the founder of al-Qaida. We supported the Mujahedeen in Afghanistan, until the Mujahedeen turned into the Taliban.
    We are still trying to turn the Muslim world to our own purposes, but this time by supporting Shiite against Sunni. In addition to courting Erdogan, President Barack Obama hopes to make use of Iran as a stabilizing regional force. In his most recent personal letter to Ayatollah Khamanei, Obama seems to have made a promise: We will repeal sanctions, fight against ISIS, and preserve the rule of Iran’s client Bashar al Assad as long as Iran agrees to a deal on nuclear weapons. But what will the United States get in return? In the best-case scenario—which is far from assured—Iran’s bomb-making abilities will be hindered by the deal they sign. But even an Iran without the bomb cannot be relied on to make the Middle East less conflict-riven, unless we are aiming at the kind of stability famously mocked by Tacitus: They make a desert and call it peace. Iranian actions speak for themselves: support for Hezbollah, with its hundred thousand weapons aimed at Israel, and support for Assad, who has massacred his people endlessly and thrown massive numbers of them into concentration camps. Anyone who looks at the Syrian defector “Caesar” ’s photographs of the thousands of starved, mutilated bodies produced by Syria’s bloodthirsty optometrist-in-chief, which are now on permanent exhibition at the Holocaust Museum in Washington, a few blocks from the White House that has refused to grasp their meaning, will ask the same question: Don’t these Arab bodies, resembling so exactly the bodies of Jews at Auschwitz, have the same call on our conscience?
    One thing is certain: If Khamanei and Rouhani are given a larger role in the Middle East, they will not serve U.S. interests, nor those of the majority of Muslims. They will serve their own interests, which are inimical to ours. We still have not learned the major lesson of 20th-century history so adeptly conveyed by Motadel and Ihrig: Western leaders who try to get Islam on their side through propaganda and favors will be unpleasantly surprised.
    David Mikics is the author, most recently, of Slow Reading in a Hurried Age. He lives in Brooklyn and Houston, where he is John and Rebecca Moores Professor of English at the University of Houston.
    http://www.frontpagemag.com/2014/david-mikics/the-nazi-romance-with-islam-has-some-lessons-for-the-united-states/
  12. Έκθεση του Τούρκου Δζεμάλ Μουσχέτ: «Ο Κεμάλ εύρεν έδαφος δράσεως»
    Του Κωνσταντίνου Φωτιάδη*
    H επιβεβαίωση των εγκληματικών καταγγελιών όταν ενισχύεται με εκθέσεις οθωμανικών εγγράφων διευκολύνει την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας, συμβάλλει στην αποκατάσταση ιστορικών παρεξηγήσεων και βοηθά τους λαούς να γνωρίζονται καλύτερα. H πολυσέλιδη έκθεση του Τούρκου Δζεμάλ Νουσχέτ κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές:
    O M. Κεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου· αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκεσαν μέχρι του Aυγούστου· αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων· επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων.
    Aι έξ χιλιάδες των Eλλ. κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία· ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.
    Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσαμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσαμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν.
    Eις το χωρίον Mπαγμακλί οι κάτοικοι αποκλεισθέντες εντός της οικίας του Tσακάλ Σάββα, μετά της οικίας παρεδόθησαν εις το πυρ, όπου και εκάησαν όλοι, 480 άνδρες, γυναίκες και παιδία· εξ’ όλης της περιφερείας Πάφρας μόνον έως 2.000 χριστιανοί κατόρθωσαν να σωθούν καταφυγόντες εις τα όρη.
    Oι κάτοικοι του Bεζύρ Kιοπρού, της Σεβαστείας, μετά τους πολέμους της Aγκύρας είχον οδηγηθεί προς άγνωστον διεύθυνσιν και κατεσφάγησαν. Oι εις 5.000 Έλληνες κάτοικοι Mερζιφούντος και Xάφζας το ίδιον τέλος είχον· την ιδίαν ημέραν παρεδόθησαν εις γενικήν σφαγήν και ανηρπάγησαν αι περιουσίαι των. Eπειδή αι επιχειρήσεις αύται επέφερον αρκετάς προσόδους δια την Άγκυραν και τας τσέτας ενεκρίθη όπως επεκταθούν, και αρχίσαντες από την Aμάσειαν εις όλην την μέχρι Tραπεζούντος περιοχήν, διά γενικών σφαγών και εκτοπισμών, δεν άφησαν τίποτε το ελληνικόν.
    Eκ των πλουσίων και προυχόντων της Iοσγάτης, Mερζιφούντος, Xάφζας, Bεζύρ-Kιοπρού και άλλων μερών, 1.280 άτομα, μεταξύ των οποίων ευρίσκοντο διευθυνταί Tραπεζών, έμποροι και διδάσκαλοι, συλληφθέντα επισήμως εθανατώθησαν κατασχεθεισών και των περιουσιών των. Eξ’ αυτών μόνον οι 15 κατεδικάσθησαν εις ισόβια δεσμά και εκλείσθησαν εις τας φυλακάς Mερζιφούντος. Eις τας σφαγάς και τους εκτοπισμούς του Πόντου το πρώτιστον μέρος έλαβε ο πρώην δήμαρχος Kερασούντος Oσμάν αγάς, όστις και εθησαύρισε με τους οπαδούς του. O Oσμάν αγάς έκαυσε και 200 χωρία Kούρδων και τους κατέσφαξε διότι έτυχε να φανούν ενάντιοι δια τας σφαγάς των χριστιανών. Eνώ εκτυλίσσοντο τα τραγικώτατα ταύτα κακουργήματα εν τη παραλία του Eυξείνου Πόντου, εις την περιφέρειαν της Nικομηδείας αι Tσέται του Mοτο-ζαδέ και του Pίζαλη-Mουσταφά επυρπόλουν τα απέναντι της Nικομηδείας ελληνικά χωρία Γιενή-Kιοΐ και Kαρά-Tεπέ· προηγουμένως αι εθνικαί τσέται είχον καύσει και τα αρμενικά χωρία Γιουβατζίκ και Aσλάν-Mπέϊ.
    O Oσμάν αγάς, ως αμοιβήν των υπηρεσιών του, διωρίσθη γενικός διοικητής της αμύνης των παραλίων Eυξείνου Πόντου.
    H εφημερίδα Journal des Débats politiques et littéraires γνωστοποίησε το δράμα των χριστιανών της Mερζιφούντας στο αναγνωστικό της κοινό, το οποίο, σε αντίθεση με την κυβέρνηση και τους χρηματιστηριακούς παράγοντες που είχαν αποδεχτεί τη γαλλοκεμαλική προσέγγιση, συνέχιζε να είναι ευαισθητοποιημένο για όσα συνέβαιναν στον μικρασιατικό χώρο. Στις 6 Mαρτίου 1922, στηριζόμενη σε μια επιστολή ενός Γάλλου από τη Βηρυτό, έγραφε για τις σφαγές της Mερζιφούντας:
    Mόλις μάθαμε τι συνέβη στη Mερζιφούντα και σε όλη τη γειτονική περιοχή. Mια συμμορία από 2.000 στρατιώτες κατέστρεψε τα χωριά και έσφαξε τον χριστιανικό πληθυσμό. Στη Mερζιφούντα υποχρέωσαν τους χριστιανούς να καταβάλουν φόρο που ξεπερνούσε τα εισοδήματά τους. Eκείνοι πούλησαν τα πάντα, δανείστηκαν και τελικά πλήρωσαν το ποσό. Όταν οι Tούρκοι εξασφάλισαν μ’ αυτόν τον τρόπο τα χρήματά τους, κάλεσαν τους άνδρες στο Διοικητήριο «για να τους δώσουν μια απόδειξη»· εκεί τους έσφαξαν· έτοιμες τάφροι δέχτηκαν τα πτώματα. Έπειτα, ήρθε η σειρά των γυναικών και των παιδιών. Έψαξαν τα σπίτια, τα έβαλαν φωτιά, έσφαξαν ή άρπαξαν τις γυναίκες· 500 από αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν καταφύγει στο οίκημά μας, κλείστηκαν εκεί. Tις έβαλαν φωτιά. Όσες προσπάθησαν να ξεφύγουν, σκοτώνονταν από τους στρατιώτες που περικύκλωσαν το σπίτι μας. Tο σπίτι καταστράφηκε κι αυτές οι δύστυχες κάηκαν ζωντανές. Oι ίδιες σκηνές επαναλήφθηκαν στα γειτονικά χωριά· οι Πατέρες μας με πολύ κόπο έφτασαν στη Σαμψούντα· στο δρόμο τους οι ίδιες σκηνές. Oι Tούρκοι απαγόρευαν ρητώς στους χριστιανούς να φύγουν· διαφορετικά δεν θα υπήρχε πια ούτε ένας χριστιανός σ’ αυτές τις περιοχές. O Mουσταφά Kεμάλ, που θα μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτή τη ληστεία, είναι υπεύθυνος. Από αυτό βλέπετε τι αξίζουν οι ωραίες υποσχέσεις. Tα ευρωπαϊκά έθνη κλείνουν τ’ αυτιά και τα μάτια, για να μην εμπλακούν. H Σαμψούντα δεν γλίτωσε την καταστροφή παρά το φόβο επικείμενου βομβαρδισμού των Eλλήνων. O ευρωπαϊκός Tύπος ομόφωνα αγνοεί αυτά τα γεγονότα· θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια πραγματική συνωμοσία.
  13. […] εφεξής, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο:  https://kars1918.wordpress.com/2013/07/04/1908-1923-2/ […]
  14. Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μικρά Ασία 1918-1922
    Print Email
    Του Δημήτρη Μπέκα*

    *Απόφοιτος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
    «Εντούτοις, η όλη στάση της συνδιάσκεψης της ειρήνης απέναντι στην Τουρκία ήταν τόσο σκληρή, ώστε το Δίκαιο είχε τώρα αλλάξει παράταξη. Η Δικαιοσύνη, ο αιώνιος δραπέτης από τα συμβούλια των κατακτητών, είχε περάσει στο αντίθετο στρατόπεδο… Στις αίθουσες του Παρισιού με τους τοιχοτάπητες και τα χρυσάφια είχαν συγκεντρωθεί οι νομοθέτες του κόσμου. Στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τα κανόνια των συμμαχικών στόλων, λειτουργούσε μια τουρκική κυβέρνηση ανδρείκελων. Αλλά ανάμεσα στους αφιλόξενους λόφους και τις κοιλάδες τις «Τουρκικής Πατρίδας», στη Μικρά Ασία, κατοικούσε εκείνη η ομάδα των φτωχών που δεν παραδέχονταν έτσι τα πράγματα· και δίπλα στις φωτιές των καταυλισμών τους θρόνιαζε, εκείνη τη στιγμή, μες στα κουρέλια του πρόσφυγα, το σεπτό πνεύμα της ισονομίας».
    Michael L. Smith
    Τα γεγονότα των ετών 1918-1922 έχουν ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον. Και αυτό όχι μόνο επειδή η Ελλάδα βρισκόταν, αρχικά, σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι της «προαιώνιας αντιπάλου» (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) αλλά επειδή τα γεγονότα αυτά περιέχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμορφώνουν νέες καταστάσεις, ανεξαρτήτως της έκβασης της εκστρατείας.
    Συνήθως όταν ακούμε για Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, μας έρχεται στο νου η τραγωδία που έζησαν οι Έλληνες της περιοχής το Σεπτέμβρη του 1922 και το τέλος της ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας. Όμως η εξέταση του ζητήματος μόνο από την ελληνική πλευρά και μόνο από τη στρατιωτική πτυχή του δεν αρκεί για να φωτίσει επαρκώς τα γεγονότα. Αυτά τα γεγονότα ήταν πολύπλευρα και απέκτησαν διεθνή έκταση και σημασία, οπότε, για πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα χρειάζεται και η εξέταση εκείνων των συντελεστών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της κατάστασης στην περιοχή της υπό κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισαν όχι μόνο η Ελλάδα και οι Τούρκοι εθνικιστές, αλλά και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης (Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.)
    Σε αυτό το σημείο χρειάζεται μια διευκρίνιση. Η απόδοση ευθυνών αποκλειστικά σε ξένες δυνάμεις και χώρες αποτελεί ατόπημα. Εκτός από τις Μεγάλες Δυνάμεις, συμφέροντα από την κατοχή εδαφών στη Μικρά Ασία είχε και η Ελλάδα, καθώς στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής εκδηλωνόταν η δραστηριότητα του ελληνικού εφοπλισμού και του διαμετακομετακομιστικού εμπορίου.[1] Δεν είναι τυχαίο που η χωρητικότητα του ελληνικού εμπορικού στόλου αυξάνεται από 290.000 τόνους το 1918 σε 563.000 τόνους το 1919.[2] Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω, η Ελλάδα δεν είχε και πολλές επιλογές, δεν είχε εξασφαλισμένη ελευθερία κινήσεων, ενώ έμεινε ουσιαστικά αβοήθητη από τους συμμάχους της.
    Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων
    Η Μικρά Ασία και γενικότερα η ελεγχόμενη από την Υψηλή Πύλη περιοχή της Εγγύς Ανατολής προκαλούσε το ενδιαφέρον των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ). Αφενός διότι ήταν πλούσια σε μέταλλα και πρώτες ύλες, αφετέρου διότι αποτελούσε σημαντικό κόμβο διεθνών συγκοινωνιών.[3] Ειδικότερα η δυτική Μικρά Ασία ήταν «ο πνεύμονας της Τουρκίας» καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εξαγωγικού της εμπορίου γινόταν από τη Σμύρνη.[4]
    Σε πρώτη φάση, μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σύμμαχοι διευθέτησαν τη θέση της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις διεκδικήσεις τους με την ανακωχή του Μούδρου, οι όροι της οποίας σήμαιναν την ολοκληρωτική υποδούλωση του τουρκικού λαού. Η κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Όμως, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας βρίσκονταν εκείνες οι ομάδες (στρατιωτικοί, διανοούμενοι, φτωχοί αγρότες κ.λπ.) που δεν αποδέχονταν την κατάσταση που διαμορφωνόταν και φιλοδοξούσαν να την ανατρέψουν. Έτσι δημιουργήθηκε ένας δεύτερος πόλος εξουσίας εθνικός – αντιστασιακός. Η αντίσταση ενάντια στο καθεστώς αυτό ξεκίνησε, έστω και ανοργάνωτα, μετά την υπογραφή της ανακωχής.
    Η θέση της Γαλλίας
    Η Γαλλία είχε έντονη οικονομική παρουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Μικρά Ασία δρούσαν γαλλικοί οικονομικοί κύκλοι όπως η «Εταιρία Μονοπωλίων του Καπνού», η « Εταιρία των Οδών», η «Εταιρία Προκυμαιών», η τράπεζα CreditLyonnais.[5] Το 1914 το 60% των ξένων κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν γαλλικής προέλευσης, ενώ Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν ορυχεία στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στη δυτική Μικρά Ασία.[6] Μάλιστα κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα.
    Οι διαθέσεις της Ιταλίας
    Η Ιταλία, με τη συνθήκη του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης απέκτησε δικαιώματα σε περιοχές της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, της Σμύρνης συμπεριλαμβανομένης. Η ιταλική παρουσία στη Μικρά Ασία δεν οφειλόταν μόνο σε αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας αλλά είχε και μία οικονομικοκοινωνική βάση, την ανάγκη για αποθέματα άνθρακα, σιταριού και νέες κτήσεις που θα απορροφούσαν το πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικό.[7] Είχε έντονες επεκτατικές βλέψεις στην Εγγύς Ανατολή, ωστόσο, οι υλικές της δυνατότητες ήταν κατώτερες των άλλων δυνάμεων. Όπως έχει αναφερθεί «ο στρατός της Ιταλίας δεν ήταν κατάλληλος για επέκταση. Για την ακρίβεια ήταν μια αξιοσημείωτα ανίκανη μαχητική μηχανή».[8] Διατηρούσε, από το Μάρτιο του 1919, μια σχεδόν μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην Αττάλεια και το Μάιο του ίδιου έτους, συγκέντρωσε ναυτικές δυνάμεις ανοιχτά της Σμύρνης. Η αδιαλλαξία της σχετικά με τις αξιώσεις της στην περιοχή της Αδριατικής θάλασσας είχε δυσαρεστήσει έντονα τους άλλους συμμάχους και τους ώθησε να μην της επιτρέψουν να καταλάβει την περιοχή της Σμύρνης.[9]
    Τα συμφέροντα των Βρετανών
    Οι οικονομικές θέσεις των Βρετανών ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1914 το 14,36% του δημοσίου χρέους της προερχόταν από δάνεια βρετανικών κεφαλαίων, τα οποία αποτελούσαν και το 13,66% των ξένων επενδύσεων στη χώρα και κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα. Η μεγάλη εταιρία BoraxCoyLtd της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν βρετανική. Η κυριαρχία της Βρετανίας στην Εγγύς Ανατολή της έδινε σημαντικά συγκοινωνιακά κέντρα και την υλική βάση για τον εκσυγχρονισμό του στόλου της.[10]
    Ο πρωθυπουργός της χώρας, DavidLloydGeorge, ορισμένοι συνεργάτες του καθώς και μερικοί νεαροί εμπειρογνώμονες ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τις ελληνικές φιλοδοξίες. Η υποστήριξη που παρείχαν τους Έλληνες βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι Έλληνες ήταν ανερχόμενη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, ένα ρωμαλέο, δραστήριο και αναπτυσσόμενο έθνος, που αντιμαχόταν τους αδύναμους και αναξιόπιστους Τούρκους. Υπό αυτό το πρίσμα αγνοούσε τις προειδοποιήσεις των πολιτικών και στρατιωτικών του συμβούλων. Ισχυριζόταν ότι η νέα Ελλάδα θα γινόταν φορέας των βρετανικών συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο, η δύναμη στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί η Βρετανία αν βρίσκονταν ποτέ σε κίνδυνο οι αυτοκρατορικές επικοινωνίες με την Ινδία ή η ελευθερία των στενών του Βοσπόρου. Αυτό το επικίνδυνα ελκυστικό όραμα βασιζόταν στο πρόωρο συμπέρασμα ότι οι Τούρκοι ήταν ανίσχυροι.[11]
    Η εμπλοκή της Ελλάδας
    Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, συμφέροντα εμπορικών και εφοπλιστικών κύκλων προωθούσαν την παρέμβαση της Ελλάδας στην περιοχή. Έμπαινε, όμως, επιτακτικά και το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος των Ελλήνων της περιοχής για τη διατήρηση της δικής τους εθνικής ζωής (γλώσσα, παιδεία, θρησκεία) και της ισοτιμίας τους με τον υπόλοιπο πληθυσμό, λόγω της αυξανόμενης τουρκικής εθνικιστικής κίνησης που τους απειλούσε. Τα δικαιώματα αυτά είχαν παραβιαστεί κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όταν οργανώθηκαν πογκρόμ εις βάρος τους.[12]
    Όμως η εμπλοκή της Ελλάδας δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δε συνέπιπτε με τα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων (και ειδικότερα της Βρετανίας), τις οποίες απέρριπταν οι εθνικιστές της Τουρκίας. Προκειμένου να αποκτήσουν σάρκα και οστά οι φιλοδοξίες τους έπρεπε να κατασταλεί η τουρκική αντίσταση. Και εφόσον η Υψηλή Πύλη αδυνατούσε να το πράξει, ήταν η Ελλάδα που θα σήκωνε τα βάρη της σύρραξης.
    Πέρα από τους παραπάνω λόγους, υπήρχε και άλλος ένας που εξηγούσε την επιλογή της Ελλάδας: οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του συμμαχικού στρατοπέδου.
    Τα πρώτα προβλήματα
    Το πρώτο πρόβλημα που παρουσιάστηκε ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, καθώς η πρώτη εποφθαλμιούσε σχεδόν ολόκληρη τη Μέση Ανατολή (με εξαίρεση τη Συρία και κομμάτια της Μικράς Ασίας). Σε αυτές τις διεκδικήσεις αντιδρούσε αρνητικά η Γαλλία.[13]
    Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, διότι η πρώτη απαιτούσε τη Σμύρνη, τη στιγμή που αυτή, καθώς και τμήμα της Μικράς Ασίας εκχωρούνταν στη δεύτερη, σύμφωνα με τη συνθήκη του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης. Βέβαια, οι ελληνικές διεκδικήσεις δεν αποτελούσαν πρόσκομμα για τη Γαλλία και τη Βρετανία, διότι η μεν Γαλλία ενδιαφερόταν κυρίως για την κυριαρχία της στην Κιλικία (νοτιοανατολική Μ. Ασία) και τη Συρία, η δε Βρετανία θεωρούσε πως οι ελληνικές διεκδικήσεις συντάσσονταν με την πάγια πολιτική της στη Μέση Ανατολή.[14]
    Οι περιστάσεις υπό τις οποίες διευθετούνταν το ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστες. Από τη μία υπήρχαν οι μυστικές συμφωνίες που προέβλεπαν την παράδοση της Κωνσταντινούπολης και της Αρμενίας στην τσαρική Ρωσία. Από την άλλη, όμως, η συνθηκολόγηση της Ρωσίας μετά την επανάσταση του Οκτώβρη και η επιμονή της Ιταλίας και της Ελλάδας για εκπλήρωση των υποσχέσεων που τους είχαν δοθεί, υπαγόρευαν σημαντική αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου.[15]
    Μέσα σε αυτά τα πλαίσια υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1920 η συνθήκη των Σεβρών, η οποία προέβλεπε: επέκταση των συνόρων της Ελλάδας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταβίβαση της διοίκησης της πόλης και της περιοχής της Σμύρνης στην ελληνική κυβέρνηση για 5 χρόνια (η περιοχή παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία), εκχώρηση της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας στην Ιταλία, της Κιλικίας στη Γαλλία, διεθνή έλεγχο στα στενά του Βοσπόρου, αποκοπή της Εύφορης Ημισελήνου (Μάσρεκ), της Αραβικής Χερσονήσου και της Αιγύπτου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ίδρυση ανεξάρτητου κράτους της Αρμενίας και αυτονομία των κουρδικών περιοχών.
    Ωστόσο η Γαλλία δεν έμεινε ικανοποιημένη από τη συνθήκη, την οποία θεωρούσε ελληνοβρετανικό θρίαμβο. Γι’ αυτό και οι Γάλλοι επιδιώκουν την αναθεώρησή της, εις βάρος των Βρετανών και προσεγγίζουν τους κεμαλιστές, αντιλαμβανόμενοι πως, αργά η γρήγορα, θα βρεθούν μαζί τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δυσανασχετούν με την παρουσία των Ελλήνων, τους οποίους θεωρούν πιόνια των Βρετανών, προκειμένου οι τελευταίοι να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα για τα πετρέλαιά τους στη Μέση Ανατολή[16] καθώς τις δύο δυνάμεις χώριζαν αντιθέσεις σχετικά με τα πετρέλαια της περιοχής της Μοσούλης [βόρειο Ιράκ].
    Η διαπλοκή των συμφερόντων
    Δεδομένης της άρνησης των Τούρκων εθνικιστών να αποδεχτούν το καθεστώς που τους επιβλήθηκε και της αδυναμίας της σουλτανικής κυβέρνησης να τους αφοπλίσει, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αναζήτησε εκείνη τη χώρα που θα δρούσε σαν αστυνόμος της περιοχής και θα επωμιζόταν το βάρος της σύγκρουσης με τις ένοπλες τουρκικές ομάδες. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στην ανυπαρξία χώρας που να απολαμβάνει την κοινή εμπιστοσύνη λόγω των ενδοσυμμαχικών αντιθέσεων. Γι’ αυτό το λόγο η Ελλάδα θεωρήθηκε η καλύτερη λύση για τη διευθέτηση του ζητήματος. Οι Ιταλοί, ωστόσο, είχαν λόγους να μη θέλουν του Έλληνες στην περιοχή καθώς είχε φανεί ότι οι τελευταίοι δούλευαν για λογαριασμό των Βρετανών.[17]
    Τον Ιούλιο του 1919, ωστόσο, ήρθαν σε μία συμφωνία με τους Έλληνες, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα παραιτείτο από κάθε διεκδίκηση στα σαντζάκια Αϊδινίου, Δενιζλή, Μεντεσέ και η Ιταλία θα υποστήριζε τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία μέχρι τη θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα). Παρ’ όλα αυτά η συμπεριφορά των Ιταλών εξακολουθούσε να είναι το ίδιο εχθρική, ενώ τον Ιούλιο του 1920 η συμφωνία καταγγέλθηκε από την ιταλική πλευρά.[18]
    Εκτός από τον ανθελληνικό χαρακτήρα που επέδειξαν στα Δωδεκάνησα και τη Βόρειο ήπειρο, ανθελληνικές ήταν οι ενέργειές τους και στη Μικρά Ασία. Τα λιμάνια που κατείχαν οι Ιταλοί είχαν γίνει βάσεις ανεφοδιασμού των κεμαλιστών,[19] τα τορπιλικά τους μεταφέρανε στελέχη της τουρκικής αντίστασης ενώ οι φρουρές των γεφυρών επιτρέπανε την ελεύθερη διάβαση των τουρκικών αντάρτικων ομάδων.[20]
    Η Βρετανία δεν μπορούσε να διαθέσει στρατό για την καταστολή της τουρκικής αντίστασης. Είχε να αντιμετωπίσει μια ολόκληρη αλυσίδα από αντιαποικιακά, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε Αίγυπτο, Αφγανιστάν, Ινδία το 1919 και σε Σουδάν, Ιράκ, Περσία[21] το 1920 μεταξύ άλλων.
    Υποτίθεται ότι η απόβαση της Ελλάδας στη Σμύρνη το 1919 έγινε για να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί και να καταπολεμηθεί το τουρκικό αντάρτικο κίνημα. Όμως ο ελληνικός στρατός θα δρούσε στην περιοχή κάτω από ξένες διαταγές, καθώς οι μετακινήσεις του θα μπορούσαν να γίνουν μόνο μετά την έγκριση του Βρετανού ναυάρχου Κάλθροπ, ή, σε περίπτωση απουσίας του, του προϊστάμενου του συμμαχικού στόλου στη Σμύρνη.[22]
    Αυτή η επιλογή δεν οφειλόταν σε κάποια έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων πολεμικής στρατηγικής. Όσο υπήρχε μόνο μία τουρκική κυβέρνηση, αυτή του σουλτάνου, τα συντηρητικά στοιχεία εντός του κεμαλικού στρατοπέδου ήταν ισχυρά. Αυτό καθιστούσε τη συνθηκολόγηση των Τούρκων εθνικιστών από εσωτερική διάβρωση προτιμότερη λύση από τη στρατιωτική τους συντριβή, που δεν ήταν άλλωστε και βέβαιη. Οπότε, όσο καιρό υπήρχαν πιθανότητες για τη συνθηκολόγηση, ο ελληνικός στρατός δεν προωθούνταν, αλλά χρησιμοποιούνταν σε αστυνομικές επιχειρήσεις που διευκόλυναν τους εκβιαστικούς ελιγμούς προς την Τουρκία.[23]
    Μέχρι τον Ιούνιο του 1920 η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά, αν και παρέμενε ρευστή. Είχε σχηματιστεί τουρκική επαναστατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κεμάλ Ατατούρκ στην Άγκυρα. Ο τουρκικός επαναστατικός στρατός είχε αρχίσει σοβαρές ενέργειες εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής (συντριπτική ήττα των Γάλλων στο Μαράς της Κιλικίας). Στην Προύσσα, στη Φιλαδέλφεια, στο Μπαλικεσσέρ (βορειοδυτική Μικρά Ασία, κοντά στα Στενά) είχαν συγκροτηθεί ισχυρά οργανωμένα κέντρα τουρκικής εθνικής αντίστασης.
    Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να περάσει ο ελληνικός στρατός στην ενεργό δράση, παίρνοντας περισσότερες ευθύνες. Οι Βρετανοί ενθαρρύνουν με την Ελλάδα, αλλά, παρά την επιθυμία τους για ύπαρξη μιας ελληνικής Σμύρνης, πρακτική βοήθεια δε δίνουν.[24] Ωστόσο η νικηφόρα προέλαση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στα βάθη της Μικράς Ασίας δεν επέφερε καίριο πλήγμα στους Τούρκους αντάρτες, ούτε αρκούσε για να διασκεδάσει τις αμφιβολίες των συμμαχικών κυβερνήσεων σχετικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιβάλει τον αφοπλισμό των τουρκικών δυνάμεων.[25] Η συνεχώς αυξανόμενη πολιτική και στρατιωτική δύναμη των κεμαλιστών καθιστούσε δύσκολη την εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών, γι’ αυτό και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν την αναθεώρησή της εις βάρος των Ελλήνων, ώστε να είναι πιο αποδεκτή από τους Τούρκους εθνικιστές, κάτι που επιζητούσαν κυρίως η Γαλλία και η Ιταλία.[26]
    Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στα τέλη του 1920, αποτέλεσαν ευκαιρία για την ανοιχτή εκδήλωση των ενδοσυμμαχικών αντιθέσεων.[27] Ειδικά για τους Γάλλους, ο Κωνσταντίνος αποτελούσε «κόκκινο πανί», ενώ η διαρκής προσέγγιση του Κεμάλ με τους Σοβιετικούς έκαναν πολλούς να αρχίσουν να στρέφονται προς το πλευρό του πρώτου.[28]
    Η αλλαγή των συσχετισμών
    Μετά την πρώτη και σημαντική ήττα των Ελλήνων στο Ινονού, τον Ιανουάριο του 1921, η Γαλλία και η Ιταλία ζήτησαν διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση στης συνθήκης των Σεβρών. Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν (στο Λονδίνο), στις οποίες, πέραν της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, συμμετείχαν και εκπρόσωποι της Άγκυρας, οι Γάλλοι άρχισαν τις μυστικές επαφές με τους κεμαλιστές και διαπραγματεύονταν την εκκένωση της Κιλικίας. Η Ιταλία ήρθε σε συμφωνία με τον Κεμάλ. Τα δύο μέρη συμφώνησαν να αποχωρήσει η Ιταλία από την Αττάλεια με αντάλλαγμα την εκχώρηση σε αυτήν εκτεταμένων οικονομικών προνομίων στην Τουρκία.[29] Μέχρι το 1921 η ιταλική παρουσία στην περιοχή είχε καταστεί μόνο ονομαστική και τελείωσε το 1922, όταν τερματίστηκε ήσυχα η ιταλική κατοχή.[30]
    Επειδή οι τροποποιήσεις που πρότειναν στο Λονδίνο δεν έγιναν δεκτές ούτε από τον Κεμάλ, ούτε από την Υψηλή Πύλη, οι δυνάμεις της Συνεννόησης διακήρυξαν την ουδετερότητά τους. Οι ίδιες χώρες που σχεδίασαν το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οργάνωσαν την επέμβαση κατά της τουρκικής αντίστασης και έστειλαν τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, παρουσιάζονταν σαν τρίτοι, σαν αμερόληπτοι κριτές, σαν ειρηνοποιοί μιας δήθεν «καθαρής ελληνοτουρκικής διένεξης».[31] Η ερμηνεία της ουδετερότητας, που τους υποχρέωνε να αρνηθούν στους Έλληνες τη χρήση της Κωνσταντινούπολης ως ναυτικής βάσης ήταν πλήγμα για την ελληνική πλευρά. Πλήγμα αποτελούσε και η στέρηση από τα δικαιώματα του εμπόλεμου, σχετικά με το δικαίωμα της επίσκεψης και έρευνας των συμμαχικών εμπορικών πλοίων στη θάλασσα του Μαρμαρά και στο Αιγαίο, διότι εμπόδιζε τους Έλληνες από το να βάλουν φραγμό στο παράνομο εμπόριο με τους κεμαλικούς.[32]
    Η έκβαση της εκστρατείας
    Την ήττα των Ελλήνων στο Σαγγάριο (Αύγουστος 1921) ακολούθησε μακρά περίοδος διπλωματικών ζυμώσεων που διαιώνιζαν την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ελληνική πλευρά. Αυτή η ήττα ώθησε τη Γαλλία να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιταλίας και να επιδιώξει το συμβιβασμό με τους κεμαλιστές (αποστολή Franklin – Bouillon). Η συμφωνία που υπογράφηκε στην Άγκυρα τον Οκτώβρη του 1921 μεταξύ Γάλλων και κεμαλικών προέβλεπε την αποχώρηση των πρώτων από την Κιλικία με αντάλλαγμα οικονομικά προνόμια στην Τουρκία. Αυτή η συμφωνία ηθικά επιβεβαίωνε την απομόνωση των Ελλήνων, υλικά δε, άφησε τον Κεμάλ να συγκεντρωθεί στα δυτικά, ενώ προσπόρισε στους Τούρκους μεγάλη ποσότητα πολεμικού υλικού που εγκατέλειψαν οι Γάλλοι.[33] Οι Βρετανοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα για αυτήν την κίνηση, αλλά δε βρίσκονταν σε θέση να εμποδίσουν την εφαρμογή της.
    Τον Αύγουστο του 1922 οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την αντεπίθεσή τους και το Σεπτέμβρη μπήκαν στη Σμύρνη. Λίγες μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός αποχώρησε οριστικά από τη Μικρά Ασία. Από τη Σμύρνη οι κεμαλικοί κατευθύνθηκαν προς το Βόσπορο και την Κωνσταντινούπολη. Έντρομοι οι Βρετανοί κάλεσαν τους Συμμάχους να υπερασπιστούν τα Στενά, αλλά τόσο οι Ιταλοί, όσο και οι Γάλλοι αρνήθηκαν. Στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία, ανετράπη ο Κωνσταντίνος και την εξουσία στην Ελλάδα ανέλαβε νέα κυβέρνηση. Οι Βρετανοί αξιοποίησαν την ευκαιρία, εξαναγκάζοντας τους Έλληνες να αποσύρουν το στρατό τους από τη Θράκη, οπότε και τον Οκτώβρη του 1922 υπεγράφη η συμφωνία ανακωχής των Μουδανιών. Τον ίδιο μήνα οι Βρετανοί στέλνουν τμήματα του αραβικού στρατού της Μεσοποταμίας και καταλαμβάνουν τη Μοσούλη. Εν τέλει το οικοδόμημα του ελληνοβρετανικού θριάμβου των Σεβρών κατεδαφίζεται, ωστόσο η Βρετανία κρατά τη Μοσούλη με τα πετρέλαιά της και έχει να εισπράττει από την Ελλάδα, για τα έξοδα της μικρασιατικής εκστρατείας, χρέη με τόκους. Φαίνεται ότι η όλη ελληνική εκστρατεία λειτούργησε για στρατηγική και διπλωματική εξυπηρέτηση του βρετανικού σχεδίου.[34]
    Σύνοψη – Συμπεράσματα
    Μπορούμε να συνοψίσουμε τη συμμαχική πολιτική με το εξής σχήμα: αρχικά οι δυνάμεις της Αντάντ προσπαθούν να μοιράσουν τα εδάφη της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα μεταξύ τους συνεννόησης λόγω καχυποψίας και του αγώνα τους για απόκτηση ισχύος και πλεονεκτημάτων. Η αδιαλλαξία ενός μέρους (της Ιταλίας) οδηγεί τα υπόλοιπα στο να ενισχύσουν ένα άλλο έναντι της (την Ελλάδα). Παράλληλα γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση που οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούν να διαμορφώσουν για την περιοχή δεν γίνεται αποδεκτή από τους τουρκικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ως αποτέλεσμα κρίνεται αναγκαία η καταστολή των αντιδράσεων των εν λόγω στοιχείων. Η χώρα στην οποία επιλέγουν οι Μεγάλες Δυνάμεις να μεταφέρουν τα βάρη της επιχείρησης είναι η Ελλάδα. Η τελική συμφωνία στις Σέβρες, όμως, δεν ικανοποιεί τη Γαλλία, η οποία τη θεωρεί θρίαμβο των Βρετανών, οι οποίοι προσπαθούν να αποκομίσουν περισσότερα οφέλη.
    Η αδυναμία των Ελλήνων να κάμψουν την τουρκική αντίσταση και η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των κεμαλιστών επιτάσσουν την αναθεώρηση της Συνθήκης, ώστε να είναι πιο αποδεκτή από την τουρκική πλευρά, ενώ οδηγούν και σε αλλαγή στάσης απέναντί τους. Οι ήττες του ελληνικού στρατού το 1921 (Ινονού, Σαγγάριος) οριστικοποιούν τη μεταστροφή της αντιβρετανικής παράταξης στο εσωτερικό της Αντάντ. Μέχρι το 1922, οπότε οι συσχετισμός ισχύος είναι σαφώς υπέρ των Τούρκων, οι Σύμμαχοι με έναν συντεταγμένο τρόπο έχουν διαχωρίσει τα συμφέροντά τους στην περιοχή από την Ελλάδα και στράφηκαν προς την κεμαλική Τουρκία, οπότε και η συνθήκη των Σεβρών αντικαθίσταται από μία ευνοϊκότερη για την τουρκική πλευρά.
    Αν μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της περιόδου, τότε μπορούμε να πούμε πως οι αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων μπορούν να καταστούν τόσο αγεφύρωτες, ώστε η ενότητα στο εσωτερικό των συνασπισμών που συγκροτούν αργά ή γρήγορα να διαρραγεί. Μάλιστα ο ρόλος που αναλαμβάνουν κάποιες είναι υπονομευτικός για κάποιες άλλες.
    Τέλος, μας δείχνει ότι η συμμετοχή ενός (σχετικά) μικρού κράτους στους εκάστοτε πολεμικούς συνασπισμούς εγκυμονεί κινδύνους, που μπορεί να οδηγήσουν σε ανυπολόγιστες και τραγικές συνέπειες.
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
    BurnsE. M., Ευρωπαϊκή ιστορία, Ο Δυτικός πολιτισμός: Νεώτεροι χρόνοι, 4η έκδοση, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006
    MearsheimerJohn, Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2006
    RichardsDenis, Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789-2000, Από τη γαλλική επανάσταση ώς το τέλος του 20ού αιώνα, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 2005
    SmithMichaelLlewellyn, Το όραμα της Ιωνίας: η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, ’19-’22, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002
    Γρηγοριάδης Φοίβος Ν., Διχασμός – Μικρά Ασία, Ιστορία μιας εικοσαετίας, 1909-1930, τόμος Β’, εκδόσεις Κεδρηνός, Αθήνα, 1971
    Κούτσης Αλέξανδρος, Μέση Ανατολή: Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική Ανάπτυξη, εκδόσεις Παπαζήση, 1992
    Πρωταίος Στάθης, Η Μικρασιατική Καταστροφή, εκδόσεις Πλάτων, τόμος Α’, Αθήνα, 1963
    Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1900-1945, τόμος πρώτος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, δέκατη πέμπτη έκδοση, Αθήνα, 2008
    Ψυρούκης Νίκος, Η Μικρασιατική Καταστροφή, η Εγγύς Ανατολή μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1918-1923, εκδόσεις Επικαιρότητα, Τρίτη έκδοση, Αθήνα, 1974
    Ραφαηλίδης Βασίλης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, 1830-1974, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 1993
    [1] Νίκος Ψυρούκης, Η Μικρασιατική Καταστροφή, η Εγγύς Ανατολή μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1918-1923, εκδόσεις Επικαιρότητα, Τρίτη έκδοση, Αθήνα, 1974, σελ. 74
    [2] Γιάννης Μηλιός, Ο Ελληνικός Κοινωνικός σχηματισμός, από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, εκδόσεις Κριτική, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2000, σελ. 410 και Κωνσταντίνος Γ. Τσουμάνης, Η Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία και το Ναυτεργατικό Κίνημα, εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα, 2001, σελ. 24
    [3] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ. 35
    [4] όπ., π., σελ. 115
    [5] Στάθης Πρωταίος, Η Μικρασιατική Καταστροφή, εκδόσεις Πλάτων, τόμος Α’, Αθήνα, 1963, σελ. 338
    [6] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ. 46
    [7] MichaelLlewellynSmith, Το όραμα της Ιωνίας: η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, ’19-’22, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002, σελ. 146
    [8] JohnMearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2006, σελ. 415
    [9] Αλέξανδρος Κούτσης, Μέση Ανατολή: Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική Ανάπτυξη, εκδόσεις Παπαζήση, 1992, σελ. 108
    [10] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ. 45-46
    [11] MichaelLlewellynSmith, όπ., π., 171-172
    [12] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ. 77
    [13] Αλέξανδρος Κούτσης, όπ., π., σελ. 96
    [14] όπ., π., σελ. 97
    [15] E. M. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία, Ο Δυτικός πολιτισμός: Νεώτεροι χρόνοι, 4η έκδοση, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 937-938
    [16] Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, 1830-1974, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 1993, σελ. 105
    [17] όπ., π., σελ. 105
    [18] Στάθης Πρωταίος, όπ., π., σελ. 326-327
    [19] Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης, Διχασμός – Μικρά Ασία, Ιστορία μιας εικοσαετίας, 1909-1930, τόμος Β’, εκδόσεις Κεδρηνός, Αθήνα, 1971, σελ. 92
    [20] Στάθης Πρωταίος, όπ., π., σελ. 299
    [21] Η Περσία δεν είχε ενσωματωθεί στη Βρετανική Κοινοπολιτεία, ωστόσο υπήρχε στα νοτιοανατολικά της χώρας βρετανική σφαίρα επιρροής.
    [22] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ 116-117
    [23] όπ., π., σελ. 124
    [24] Βασίλης Ραφαηλίδης, όπ., π., σελ. 106
    [25] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1900-1945, τόμος πρώτος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, δέκατη πέμπτη έκδοση, Αθήνα, 2008, σελ. 153
    [26] Αλέξανδρος Κούτσης, όπ., π., σελ. 113
    [27] Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, όπ., π., σελ. 158
    [28] M. L. Smith, όπ., π., σελ. 296
    [29] όπ., π., σελ. 114
    [30] M. L. Smith, όπ., π., σελ. 425
    [31] Νίκος Ψυρούκης, όπ., π., σελ. 157
    [32] M.L. Smith, όπ., π., σελ. 382-383
    [33] M.L. Smith, όπ., π., σελ. 424
    [34] DenisRichards, Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789-2000, Από τη γαλλική επανάσταση ώς το τέλος του 20ού αιώνα, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 2005, σελ. 469
    http://www.kemmep.gr/index.php/2013-03-22-09-38-58/81-2014-01-08-17-09-42/03-04-2014/75-1918-1922
  15. […] Δημοσιεύτηκε στο Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923)….  […]
  16. […] είναι η γνωστότερη σελίδα από το γενικευμένο και καλά οργανωμένο εγχείρημα του τουρκικού εθνικισμού να εξοντώσει τις μη μουσουλμανικές ομάδες της […]
  17. Το τέλος των Οθωμανών
    Η πτώση της Αυτοκρατορίας και η δημιουργία του νέου χάρτη της Μέσης Ανατολής, μέσα από την αφήγηση του ιστορικού της Οξφόρδης Γιουτζίν Ρόγκαν, που στηρίζεται και σε τουρκικά και αραβικά αρχεία
    ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 21/06/2015 05:45
    Το τέλος των Οθωμανών
    Βρετανοί στρατιώτες σε πλοίο με προορισμό τη χερσόνησο της Καλλίπολης (1915)
    2
    emailεκτύπωση

    EUGENE ROGAN
    The Fall of the Ottomans.
    The Great War in the Middle East
    Εκδόσεις Basic Books, 2005,
    σελ. 485, τιμή 32 δολάρια

    Πέρυσι, έναν αιώνα μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα πανισλαμιστών αυτοαποκαλούμενη Ισλαμικό Κράτος και ακολουθούμενη από χιλιάδες οπαδούς εγκαθίδρυσε σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Βόρεια Συρία ως το Ιράκ ένα νέο χαλιφάτο. Τα όσα συμβαίνουν στην περιοχή – αλλά και αλλού όπου υπάρχουν μεγάλες μάζες μουσουλμανικού πληθυσμού – προκαλούν σοκ και δέος. Οχι όμως στον ίδιο βαθμό σε όσους γνωρίζουν τι συνέβη στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του πολέμου εκείνου που οδήγησε στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στον έλεγχο της περιοχής από τις δύο εκ των τριών μεγάλων δυνάμεων οι οποίες αποτελούσαν την Αντάντ: τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η τρίτη, η Ρωσία, το 1917 θα έμπαινε σε μιαν άλλη περιπέτεια με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης και το μερίδιό της από το μοίρασμα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν πολύ μικρότερο.
    Την κατάρρευση και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματεύεται ο επιφανής ιστορικός Γιουτζίν Ρόγκαν στο βιβλίο του The Fall of the Ottomans (Η πτώση των Οθωμανών) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Αυθεντία στα θέματα της Μέσης Ανατολής ο Ρόγκαν, ο οποίος διδάσκει στην Οξφόρδη, μας προσφέρει ένα πανόραμα του μεγάλου πολέμου στη Μέση Ανατολή, η σημασία του οποίου είναι εξίσου βαρύνουσα με εκείνη των όσων συνέβησαν στην Ευρώπη. Ανατρέχοντας σε αρχεία στην Τουρκία και στον αραβικό κόσμο που ως τώρα δεν αξιοποιήθηκαν από τους ιστορικούς, ο Ρόγκαν έγραψε ένα διόλου ευρωκεντρικό βιβλίο. Δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς τα γεγονότα όπως καταγράφηκαν μόνο από τους νικητές αλλά και πώς τα αντιμετώπισαν και τα αξιολόγησαν οι ηττημένοι.
    Το θέμα επομένως δεν περιορίζεται στην επιβολή του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή υπό το πρόσχημα της επίλυσης του λεγόμενου Ανατολικού ζητήματος, αλλά αφορά και τον τρόπο με τον οποίον διαμορφώθηκε ο πολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής. Διαβάζοντας κανείς αυτό το εξαιρετικό βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μολονότι πέρασε από τότε ένας αιώνας, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν.
    Η παραπαίουσα αυτοκρατορία
    Τον Νοέμβριο του 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντάχθηκε με τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις: την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία εναντίον της τριπλής συμμαχίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Είχαν όλοι τους λόγους τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήλπιζε ότι θα ανακτούσε μέρος των εδαφών που είχε απολέσει τον προηγούμενο αιώνα, η Γερμανία ότι εμπλέκοντας την Αγγλία θα την αποδυνάμωνε, θα της αφαιρούσε τον έλεγχο της Βόρειας Θάλασσας και θα έστρεφε εναντίον της τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ινδίας, η Αγγλία ότι θα διατηρούσε τον έλεγχο του Σουέζ και των πετρελαίων, η Γαλλία ότι θα αποκτούσε κτήσεις στην περιοχή (όπως και συνέβη, αφού μετά το τέλος του πολέμου η Συρία και ο Λίβανος πέρασαν στον έλεγχό της) και η Ρωσία ότι θα είχε υπό την κατοχή της τις περιοχές νοτίως του Καυκάσου, τις ακτές των Οθωμανών στον Εύξεινο Πόντο και την ευκαιρία να θέσει υπό τον έλεγχό της – αν όχι να καταλάβει – τη Δεύτερη Ρώμη (δηλαδή, την Κωνσταντινούπολη).

    Προτού όμως φτάσουμε στον πόλεμο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να μη διαλυθεί η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία επί έναν σχεδόν αιώνα. Ακόμη και η Ρωσία τον Νοέμβριο του 1812 δύο φορές σταμάτησε τον στρατό της πλέον πιστής συμμάχου της, της Βουλγαρίας, έξω από την Κωνσταντινούπολη.
    Αυτό ωστόσο δεν έχει να κάνει με το ότι οι Οθωμανοί θεωρούσαν την τσαρική Ρωσία τη μεγαλύτερη απειλή για τα σύνορά τους. Ο Εφραίμ Καρς, ομότιμος καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου, υποστηρίζει πως οι Οθωμανοί δεν σύρθηκαν στον πόλεμο αλλά επέλεξαν μόνοι τους το «στρατόπεδο» που πίστευαν ότι εξυπηρετούσε τους δικούς τους στόχους – χωρίς βεβαίως να αγνοούμε τον θαυμασμό που έτρεφαν για τους Γερμανούς.
    Τα κίνητρα φυσικά είναι η μία πλευρά, τα αποτελέσματα η άλλη – και σημαντικότερη. Και για τα τελευταία αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η διεξαγωγή του πολέμου και φυσικά η κατάληξή του που οδήγησε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
    «Ιερός» πόλεμος
    Οι στρατιωτικές επιλογές υπήρξαν καθοριστικές αλλά εξίσου καθοριστικές ήταν και οι πολιτικές αντίστοιχες. Οταν ο κάιζερ Βίλχελμ Β’ έπεισε τους Οθωμανούς να κηρύξουν ιερό πόλεμο (τζιχάντ) εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ, στόχευε όχι μόνο στο να στρέψει εναντίον της Βρετανίας τους ινδούς μουσουλμάνους του βρετανικού στρατού αλλά και να προκαλέσει κύμα λιποταξιών ανάμεσα στους μουσουλμάνους στρατιώτες της Γαλλίας από τις αποικίες της στην Αφρική, οι οποίοι έφθαναν τις 300.000. Τα αποτελέσματα υπήρξαν μηδαμινά. Αντίθετα, επέτυχε η πολιτική των Βρετανών να προκαλέσουν την εξέγερση των Αράβων που τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, στους οποίους υποσχέθηκαν ότι μετά τον πόλεμο θα αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους – υπόσχεση που φυσικά δεν τήρησαν.
    [Ο αναγνώστης που επιθυμεί να διεισδύσει βαθύτερα θα πρέπει να καταφύγει και στο Seven Pillars of Wisdom (Οι επτά πύλες της σοφίας), το magnum opus του Τ.Ε. Λόρενς, αποκαλούμενου και Λόρενς της Αραβίας. Το βιβλίο έχει εκδοθεί από την Εστία αλλά η μετάφραση είναι δυστυχώς μέτρια.]

    Κατά την κοινοτοπία, κάθε παρόν περιέχει και μεγάλο μέρος του παρελθόντος του. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα δύο πέμπτα των εδαφών της στα Βαλκάνια. Η Κύπρος και η Αίγυπτος περιέρχονταν στην κατοχή των Βρετανών και η Τυνησία των Γάλλων. Σουλτάνος τότε ήταν ο Αβδούλ Χαμίτ Β’. Ο πρώτος από τους δύο προκατόχους του είχε κόψει τις φλέβες του, ενώ ο δεύτερος εκθρονίστηκε τρεις μήνες αφότου ανέλαβε σουλτάνος. Ο Αβδούλ Χαμίτ στην αρχή παρουσιάστηκε ως μεταρρυθμιστής αλλά μετά την υπογραφή της Σύνθήκης του Βερολίνου διέλυσε το κοινοβούλιο που ο ίδιος είχε συστήσει και άρχισε να κυβερνά αυταρχικά, με αποτέλεσμα να ανατραπεί από το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908. Ομως και οι Νεότουρκοι ονειρεύονταν όχι μόνο τη διατήρηση της αυτοκρατορίας αλλά και την ανάκτηση των απολεσθέντων εδαφών της τον προηγούμενο αιώνα.
    Η Αυτοκρατορία γέννημα του πολέμου
    Για να κατανοήσει κανείς τη συμπεριφορά των Οθωμανών πρέπει, κατά τον Ρόγκαν, να αντιληφθεί ότι «η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν γέννημα του πολέμου, τα σύνορά της ορίστηκαν μέσω κατακτήσεων και συγκρούσεων». Επ’ αυτού ο Καρς υποστηρίζει ότι η στρεβλή σχέση της Μέσης Ανατολής με την πρόοδο έχει αναγάγει τη φυσική δύναμη ως το μόνο εργαλείο πολιτικής. Και ενώ ο Ρόγκαν πιστεύει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο τον Νοέμβριο του 1914 γιατί αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο της διάλυσής της, ο Καρς υποστηρίζει ότι δεν εξαναγκάστηκε αλλά «βούτηξε με το κεφάλι μέσα στη δίνη». Διότι, όπως λέει, αφού τους Οθωμανούς τους φλέρταραν και η Αντάντ και οι Γερμανοί, γιατί εκείνοι επέλεξαν τους δεύτερους; Ο Καρς συμπεραίνει ωμά ότι η Αντάντ τους πρόσφερε λιγότερες δυνατότητες να πραγματοποιήσουν τα αυτοκρατορικά τους όνειρα, ενώ οι Γερμανοί τούς έδιναν την ευκαιρία με την καταστροφή του μεγάλου τους εχθρού, των Ρώσων, να αποκτήσει η αυτοκρατορία τους «ένα φυσικό σύνορο που θα πρέπει να περικλείει και να ενώνει όλους τους κλάδους της φυλής τους» σύμφωνα με την οθωμανική κήρυξη πολέμου εναντίον της Αντάντ.

    Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή παρουσίαζε μεγάλες διαφορές από τον αντίστοιχο στην Ευρώπη. Εδώ ο πόλεμος δεν ήταν στατικός και τα στρατεύματα και από τις δύο πλευρές παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα. Οι αγριότητες ήταν πρωτοφανείς, όπως και οι συνθήκες ζωής των στρατιωτών που πολλές φορές δεν μπορούσαν να θάψουν τους νεκρούς τους και αναγκάζονταν να ζουν ανάμεσα σε πτώματα στα οποία επικάθονταν σμήνη από μύγες, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν από τις επιδημίες. Οι ινδουιστές στρατιώτες των Βρετανών πέθαιναν από ελλιπή διατροφή, δεδομένου ότι ήταν χορτοφάγοι και το στράτευμα τρεφόταν κυρίως με κρέας αλόγων.
    Συνεκτική αφήγηση
    Το βιβλίο του Ρογκ κινείται σε πολλά επίπεδα, όσα και τα θέατρα των μαχών, χωρίς ο αναγνώστης να χάνεται μέσα στο πλήθος των γεγονότων και των προσώπων που περνούν από τις σελίδες του. Η συνεκτική αφήγηση πλουτίζεται από περιστατικά της ζωής στα χαρακώματα που η περιγραφή τους δεν σε αφήνει ασυγκίνητο. Τα γεγονότα μπορεί μεν να κρίνονται με κρύο αίμα, αλλά όταν περιγράφονται σου δίνουν αίσθηση της πραγματικής ζωής, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή συνεχίζεται κάτω από τη σκιά του θανάτου.

    Συγκινητικές – και κάποτε ανατριχιαστικές – είναι οι σελίδες που αναφέρονται στη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά ο συγγραφέας αναφέρει κι ένα γεγονός που δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό: την εξόντωση 250.000 Ασσυρίων, χριστιανικού πληθυσμού, που ζούσε από αρχαιοτάτων χρόνων στη Μεσοποταμία και μιλούσε μια αραμαϊκή διάλεκτο.
    Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ρογκ είναι ότι η χάραξη των συνόρων όρισε τη Μέση Ανατολή ως ζώνη πολέμου την οποία εκφράζει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, η σύγκρουση Αράβων – Ισραηλινών. Σύγκρουση που εκδηλώθηκε με τέσσερις πολέμους: το 1948, το 1956, το 1967 και το 1973. Ζώνη πολέμου παραμένει και σήμερα, παρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο το 1979 και στην Ιορδανία και στο Ισραήλ το 1994. Αλλά από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ακόμη οι άραβες εθνικιστές ζητούσαν την ένωση των αραβικών κρατών προκειμένου να αλλάξει ο σχεδιασμός που είχαν επιβάλει οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
    Σήμερα τίποτε δεν φαίνεται να έχει αλλάξει επί της ουσίας. Και η κακή κληρονομιά του Μεγάλου Πολέμου πριν από έναν αιώνα εξακολουθεί να στοιχειώνει τη ζωή και το μέλλον της Μέσης Ανατολής.
    Το σφαγείο της Καλλίπολης
    Η μάχη της Καλλίπολης είναι η πιο γνωστή του πολέμου στη Μέση Ανατολή από το 1914 ως το 1918 για δύο λόγους: πρώτον, επειδή υπήρξε πραγματικό σφαγείο και, δεύτερον, επειδή, καθώς έχει ειπωθεί, σε καμία μάχη ως τότε δεν υπήρξε στρατηγικό λάθος που να μη διαπράχθηκε.

    Από την αρχή του πολέμου οι Τούρκοι είχαν αποκλείσει τα Δαρδανέλια φράζοντας την έξοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο, όπως αντίστοιχα είχαν κάνει οι Γερμανοί αποκλείοντας την έξοδό τους στη Βαλτική. Οι Ρώσοι στη συνέχεια ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς στον Καύκασο και οι τελευταίοι, υπό την ηγεσία γερμανού στρατηγού, έφτασαν στο Βατούμ (που βρίσκεται στη σημερινή Γεωργία) και το κατέλαβαν. Τότε οι Ρώσοι ζήτησαν την επέμβαση των Συμμάχων τους στα Δαρδανέλια. Οι Βρετανοί, ακολουθώντας την πρόταση του Τσόρτσιλ, μέλους τότε του βρετανικού πολεμικού συμβουλίου και υπευθύνου για τις ναυτικές επιχειρήσεις, αποφάσισαν να στείλουν από κοινού με τους Γάλλους στόλο στην περιοχή.
    Η αγγλογαλλική αρμάδα που συγκροτήθηκε φθάνοντας άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των Οθωμανών στα Δαρδανέλια, που την οχύρωσή τους όμως είχαν αναλάβει οι Γερμανοί αναπτύσσοντας συστάδες βαρέος πυροβολικού και ποντίζοντας νάρκες κοντά στην ακτή. Η επιχείρηση από θαλάσσης στις 19 Μαρτίου είχε οικτρό τέλος για τους Αγγλογάλλους που έχασαν δύο θωρηκτά.
    Τον επόμενο μήνα οι Σύμμαχοι προέβησαν σε απόβαση στην Καλλίπολη (σήμερα Τσανάκαλε), στην ευρωπαϊκή πλευρά των Δαρδανελίων. Η επιχείρηση εξελίχθηκε σε πραγματικό σφαγείο. Οι Οθωμανοί, υπό την ηγεσία του Γερμανού Λίμαν φον Σάντερς, τους περίμεναν και μέσα σε οκτώ μήνες εξόντωσαν 130.000 άνδρες, ενώ άλλες 60.000 πέθαναν από τις επιδημίες. Οι δυνάμεις της Αντάντ αναγκάστηκαν στο τέλος να αποχωρήσουν. Οι συνολικές απώλειές τους ανήλθαν στις 252.000 άνδρες ενώ των Οθωμανών στις 218.000-251.000.
    Η συντριπτική ήττα των στρατευμάτων της Αντάντ στην Καλλίπολη δεν αρκούσε ώστε οι Οθωμανοί να επικρατήσουν τελικά σ’ αυτόν τον Μεγάλο Πόλεμο. Το 1918 με το τέλος του πολέμου η πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία (και μακροβιότερη ως τότε) ήταν πλέον παρελθόν. Στις πολύμηνες μάχες της Καλλίπολης όμως αναδείχθηκε η στρατιωτική ιδιοφυΐα ενός αξιωματικού τον οποίον οι Τούρκοι ονόμασαν «ήρωα της Καλλίπολης», που θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στην ήττα έπειτα από λίγα χρόνια του ελληνικού στρατού στη Μικρασία και στη δημιουργία του τουρκικού κράτους. Το όνομά του: Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
    http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=715105
  18. Πικετί: Η Γερμανία δεν έχει πληρώσει ποτέ τα χρέη της. Να μη δίνει μαθήματα
    «H Γερμανία είναι η χώρα που δεν έχει πληρώσει ποτέ τα χρέη της. Δεν μπορεί να δίνει μαθήματα για το θέμα αυτό σε άλλες χώρες», τονίζει ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί , εκτοξεύοντας πυρά κατά της Γερμανίας για τη στάση της στο ελληνικό ζήτημα.
    «Είναι μεγάλο λάθος η υπονόμευση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, όπως κάνει τώρα η Γερμανία προκειμένου να επιβάλλονται κανόνες προερχόμενοι κυρίως από το Βερολίνο σχετικά με τα χρέη των κρατών», εκτιμά ο Πικετί σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit.
    Ο Γάλλος οικονομολόγος υπενθυμίζει ότι πρόβλημα χρέους δεν αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως επισημαίνει «χρειαζόμαστε μια διάσκεψη για το σύνολο των χρεών της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι αναπόφευκτη μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες».
    Υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη χρειάζεται έναν νέο δημοκρατικό θεσμό, ο οποίος θα αποφασίσει για το επιτρεπτό όριο χρέους ώστε να αποφευχθεί μια νέα αύξησή τους. «Θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», ανέφερε.
    http://www.presspublica.gr/piketii-germania-den-exei-plirosei-pote-ta-xrei-tiw-mi-dinei-mathimata/
  19. Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΥΠΟΙΚ
    ΓΛΚ: Η Γερμανία χρωστάει στην Ελλάδα 9 δισ. ευρώ από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο

    25|06|2015
    Σε 9 δισ.ευρώ ανέρχονται οι γερμανικές οφειλές έναντι της Ελλάδας, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν στην Επιτροπή Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών.
    Την έκθεση συνέταξαν τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής του υπουργείου Οικονομικών (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) για τον «Προσδιορισμό Αξιώσεων από τις Γερμανικές Επανορθώσεις και το Κατοχικό Δάνειο».
    Όπως ενημέρωσε η Γ. Χαλούλου, που ερευνά εκ μέρους του ΓΛΚ το αρχείο σχετικά με τις οφειλές της Γερμανίας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οφειλή εκτιμάται σε σχεδόν 486 εκ., ήτοι σε σημερινές τιμές 9 δισ. ευρώ, σε σημερινές τιμές. Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί στο 0,4% των συνολικών επανορθώσεων που θα έδινε η Γερμανία, μετά την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σε 37 δόσεις και δυνητικά ακόμα 22 δόσεις (εφόσον δηλαδή η γερμανική οικονομία ευημερούσε).
    Από το σύνολο αυτό των οφειλών, υπολογίζεται ότι πληρώθηκε μόλις το 1,5% στην Ελλάδα, καθώς η Γερμανία έπαψε να πληρώνει μετά την Συνδιάσκεψη της Λωζάννης – οπότε υπήρξε παραίτηση των μεγάλων δυνάμεων από τις επανορθώσεις.
    Για την Ελλάδα όμως, που δεν υπέγραψε τα κείμενα, οι διεκδικήσεις παραμένουν ενεργές. Σχετικώς με τις οφειλές προς ιδιώτες η κ. Χαλούλου είπε πως δόθηκαν 47 εκ. μάρκα, από τα 120 εκ. μάρκα που διεκδικούσαν (σε τιμές του 1952).
    Στην συνεδρίαση παρενέβη και ο πρόεδρος του Συλλόγου Απογόνων Θυμάτων Ολοκαυτώματος, Μ. Σούσης, ο οποίος ανέφερε ότι για το Ολοκαύτωμα υφίσταται συνολική ευθύνη της Γερμανίας κι όχι μόνο των Ναζί. Η αναφορά του αυτή στάθηκε αφορμή για να πει η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, πως τα εγκλήματα αυτά συντελέστηκαν λόγω της τυφλής πειθαρχίας που επιβλήθηκε. «Να το θυμόμαστε αυτό σε μια περίοδο που η πειθαρχία επιχειρείται να επιβληθεί ως πανευρωπαϊκή αξία», συμπλήρωσε.
    Εξάλλου, κατά την ροή της συζήτησης η πρόεδρος της Βουλής, άφησε αιχμές για τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, λέγοντας πως ενώ υπάρχει ανοιχτή δικογραφία, παραμένει στη θέση του και επικαλέστηκε το παράδειγμα του πρώην προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ, Π. Αθανασόπουλου, που όπως είπε, όταν του ασκήθηκε δίωξη, παραιτήθηκε. Μάλιστα, η κ. Κωνσταντοπούλου εξέφρασε την εκτίμηση πως μπορεί οι θεσμοί να επιθυμούν την παραμονή του.
    Πηγή: ΓΛΚ: Η Γερμανία χρωστάει στην Ελλάδα 9 δισ. ευρώ από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/news/213879/glk-i-germania-hrostaei-stin-ellada-9-dis-eyro-apo-ton-pagkosmio-polemo#ixzz3e8v1LnJL
  20. […] είναι το γεγονός ότι όλα αυτά εντάσσονται σε μια ιστορική διαδικασία που άρχισε το 1914 και τελείωσε το 192… (Συνθήκη Λωζάννης). Ότι το εσωτερικό ελληνικό πρόβλημα […]
  21. […] είναι το γεγονός ότι όλα αυτά εντάσσονται σε μια ιστορική διαδικασία που άρχισε το 1914 και τελείωσε το 192… (Συνθήκη Λωζάννης). Ότι το εσωτερικό ελληνικό πρόβλημα […]
  22. (Α. Α. Πάλλη «Στατιστικοί πίνακες πληθυσμών»)
    Πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912), ανά βιλαέτιο:
    Κωνσταντινούπολης 364.459 Έλληνες / 449.114 Τούρκοι / 380.100 άλλοι
    Αϊδινίου-Σμύρνης 622.810 Έλληνες / 940.843 Τούρκοι / 95.876 άλλοι
    Τραπεζούντας 353.533 Έλληνες / 957.866 Τούρκοι / 50.624 άλλοι
    Προύσας 278.421 Έλληνες / 1.192.749 Τούρκοι / 98.954 άλλοι κ.λπ.
    ΣΥΝΟΛΟ 1.982.376 (19,6%) Έλληνες / 7.231.495 (71,3%) Τούρκοι / 925.818 (9,1%) άλλοι = 10.139.689
    Έλληνες στη Μακεδονία και την Ανατολική Θράκη
    Μακεδονία 515.000 (42,4%) Έλληνες / 473.000 (34,3%) Μουσουλμάνοι / 119.000 (9,9%) Βουλγαρίζοντες / 98.000 διάφοροι ΣΥΝΟΛΟ = 1.205.000
    Ανατολική Θράκη: Έλληνες 253.000 (44,5%) / Βουλγαρίζοντες 50.000 (8,8%) / Μουσουλμάνοι 223.000 (39%) / Αρμένιοι 24.000 / Διάφοροι 19.000
    Έλληνες ανταλλάξιμοι
    Σύμφωνα με την Κοινωνία των Εθνών, οι ανταλλάξιμοι που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν 1.360.000 (1.000.000 από Μικρασία-Πόντο, 100.000 από Καύκασο, 30.000 από Βουλγαρία, 190.000 από Α. Θράκη, 70.000 από Κωνσταντινούπολη)
    50.000 Έλληνες έφυγαν σε άλλες χώρες και εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν κατά τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
  23. Β. on
    2015 και το αίτημα παραμένει το ίδιο:
    «……Εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια όνειρα: ίσα πολιτικά δικαιώματα. Αυτά τα όνειρα είναι πιο ορατά σήμερα παρά τις συγκρούσεις και τον πόνο.
    Για παράδειγμα, εξαιτίας των γεγονότων στο Πάρκο Γκεζί, η κοσμική δυτική ελίτ είδε πόσο σκληρές μπορούν να γίνουν οι κρατικές δυνάμεις καταστολής.
    Η εξέγερση στο Γκεζί έδωσε μια ευκαιρία στους κατοίκους των αστικών περιοχών να συμπάσχουν με τους Κούρδους. Αλλά τώρα, την Τουρκία την εξουσιάζει ένας άνθρωπος, ο Ερντογάν», καταλήγει ο Παϊλάν.
    http://www.tovima.gr/world/article/?aid=739348
  24. Η κληρονομιά των Sykes – Picot 100 χρόνια μετά:
    από την δόμηση της Μέσης Ανατολής
    στην αποδόμησή της;

    Πάνος Κουργιώτης*
    Όταν ο Sharif της Μέκκας, Χουσεΐν, κήρυξε μαζικό τζιχάντ τον Ιούνιο του 1916, καλώντας
    τους Άραβες της χερσονήσου, του Ιράκ και της Εύφορης Ημισελήνου σε ξεσηκωμό κατά
    της «άπιστης» κυβέρνησης των Νεότουρκων, διάβαινε εν γνώσει του τον δικό του Ρουβίκωνα: εκείνος ο παλιός κόσμος δε θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος, αφού η διάρρηξη των δεσμών
    μεταξύ των δύο κύριων εθνοτικών συνιστωσών του ηγετικού μουσουλμανικού millet, ενεργοποίησε την διαδικασία πολιτικής χειραφέτησης των Αράβων από τους Οθωμανούς
    κυριάρχους τους.

    Ωστόσο αυτό που δεν γνώριζε ήταν, ότι μόλις λίγες ημέρες πριν (19 Μαΐου) τόσο οι Βρετανοί, όσο και οι Γάλλοι δια των αντιπροσώπων τους Sykes και Picot αντίστοιχα, είχαν
    προβεί σε μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ τους με αντικείμενο τη νομή των αραβόφωνων, οθωμανικών εδαφών, μετά από μία πιθανή συντριβή της αυτοκρατορίας. Επομένως,
    επί ποιών ακριβώς θα ηγεμόνευε ο μετέπειτα «βασιλιάς της Χετζάζης» και ποιά θα ήταν η
    μεταπολεμική μορφή της αραβικής πολιτικής χειραφέτησης1;

    Μήπως αυτή μιας νέας σχέσης
    εξάρτησης από τις δυνάμεις της Entente; Εν πάση περιπτώσει, οι Sykes – Picot με τις
    παρασκηνιακές τους μεθοδεύσεις δημιούργησαν τη σύγχρονη Μέση Ανατολή, όπως την
    αναγνωρίζουμε σήμερα στους χάρτες. Αρχικά ως προτεκτοράτα εντός του συστήματος
    Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών και στη συνέχεια ως ανεξάρτητα κράτη, οι νέες οντότη-
    τες επέδειξαν μία αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στον χρόνο, παρά τα πλείστα εσωτερικά
    τους προβλήματα, τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και τους συχνούς πολέμους με το
    Ισραήλ. Μόνη (και τραγική) εξαίρεση υπήρξε η Εντολή της Παλαιστίνης, που απλώς «σβήστηκε από τον χάρτη», αλλά αυτή είναι μία περίπτωση, που δεν εμπίπτει στην εδώ ανάλυ-
    σή μας.
    Σήμερα, περίπου εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της μυστικής συμφωνίας, οι κρα-
    τικοί δρώντες της Μέσης Ανατολής προετοιμάζονται για την αποφράδα μεν, γενέθλιο δε
    επέτειο – συνώνυμο της προδοσίας της Δύσης, εν μέσω συνθηκών αποδόμησης δύο εξ’
    αυτών: της Συρίας και του Ιράκ. Υπαρξιακής σημασίας ερώτημα για τα κράτη αυτά παραμένει το αν θα καταφέρουν να συμπληρώσουν εκατό χρόνια ζωής ως ενιαίες οντότητες ή
    αν τελικά θα υποδεχτούν την επέτειο της χάραξης των συνόρων ως failed states.

    Και τα δύο
    (Γαλλική Εντολή της Συρίας 1920 – 1946 και Βρετανική Εντολή του Ιράκ 1920 – 1930) κληρονόμησαν από τους αρχιτέκτονες της σύγχρονης Μέσης Ανατολής το πρόβλημα της διοί-
    κησης ανομοιογενών εθνικά και θρησκευτικά πληθυσμών, καθώς και τα αυτοκρατορικά
    εργαλεία διαχείρισης του προβλήματος αυτού. Πολύ απλά, οι δημιουργοί της Συρίας και του
    Ιράκ, έπραξαν αυτό για το οποίο τους ανατέθηκαν οι Εντολές: δίδαξαν στους κυβερνώμενους πως να κυβερνήσουν και τους ανέθεσαν την ευθύνη της βιωσιμότητας των κρατών
    τους2
    .

    Ό,τι ακριβώς έπραξαν εκ νέου και οι Αμερικανοί στην περίπτωση των μη προνομιού-
    χων σιιτών του Ιράκ, μετά την εισβολή τους το 2003.
    Δεκαετίες μετά το 1916, τα – ελεγχόμενα από μειονότητες – μπααθικά καθεστώτα προ-
    σπάθησαν να «παγώσουν» τις προνεωτερικές διαιρέσεις των κοινωνιών τους, μέσω του
    ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού και μιας αυταρχικά επιβαλλόμενης, εκκοσμίκευσης και
    ανεξιθρησκίας, ωστόσο γρήγορα παλινδρόμησαν προς τις αποικιακές πολιτικές του Μεσο-
    πολέμου. Επρόκειτο άραγε για μια νοσταλγία του ιμπεριαλισμού, που τόσο κατακεραύνω-
    σαν οι Παναραβιστές; Οι δυνάμεις καταστολής που συγκρότησαν οι Γάλλοι στη Συρία
    (Troupes Speciales du Levant), στρατολογώντας Κιρκάσιους, Αρμένιους, Αλαουίτες, Δρούζους και Κούρδους ή τα βρετανικά παραστρατιωτικά τάγματα (Iraq Levies), που απαρτίζο-
    νταν από Τουρκμένους, Κούρδους και κυρίως μονοφυσίτες Ασσύριους, από πολύ νωρίς
    δηλητηρίασαν την διαδικασία εθνικής συγκρότησης, δημιουργώντας μια επικίνδυνη παρά-
    δοση ρεβανσισμών μεταξύ των κοινοτήτων, εντάσεων μέσα στους εθνικούς στρατούς και
    προσκόλλησης στη σέχτα ως μέσου προστασίας των πληθυσμών. Ειδικά κατά το διάστημα από την επιβολή του εμπάργκο στο Ιράκ το 1991 έως την πτώση του Σαντάμ, εξαϋλώ-
    θηκε κάθε έννοια εθνικής ενότητας στην χώρα3
    , ενώ σε λιγότερο από μία δεκαετία θα ερχό-
    ταν και η σειρά της Συρίας. Έτσι λοιπόν σήμερα, οι σιιτικές, κουρδικές, ακόμη και χριστιανικές – στην περίπτωση των Ιρακινών χαλδαίων4
    – πολιτοφυλακές, χρησιμοποιούνται από
    την Δαμασκό και τη Βαγδάτη με αμείωτη ένταση ενάντια σε ένα συρφετό από ένοπλες σου-
    νιτικές ομάδες, διασπασμένες και αυτές ως προς τα κίνητρα ή την ιδεολογική τους κατεύθυνση. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της καθεστωτικής συναίνεσης στην αποδόμη-
    ση των ίδιων των κρατών που κληρονόμησαν, ακόμη και αν οι συγκρούσεις διεξάγονται στο
    όνομα της ανάκτησης του «έθνους». Προφανώς εδώ υπάρχει μία αδυσώπητη αναντιστοιχία μεταξύ του μεταποικιακού κράτους και του «έθνους» που του αναλογεί.
    Βέβαια, σε μία τόσο σύνθετη και δυσεπίλυτη κρίση, οι απόπειρες αποδόμησης της
    Μέσης Ανατολής δε μπορούν να χρεωθούν αποκλειστικά στις επιδόσεις του ιρανορωσικού
    δορυφόρου (καθεστώς Μπασάρ αλ Άσαντ) και του αμερικανοϊρανικού (σιιτικές κυβερνήσεις
    του Ιράκ) ή του προκατόχου του (καθεστώς Σαντάμ Χουσεΐν). Αντιθέτως, υπάρχουν και
    άλλοι εξωγενείς παράγοντες, που αλληλεπιδρούν πεισματικά με σχήματα υπονομευτικά ως
    προς την έννοια του «έθνους», όπως η φυλή, η σέχτα, η κοινότητα της πίστης ή η αφοσιώ-
    ση σε κάποιο «εμιράτο». Ειδικά υπό το βάρος των αποσταθεροποιητικών επιπτώσεων της
    εξαγωγής των αραβικών εξεγέρσεων του 2011 από τη βόρειο Αφρική στη Μέση Ανατολή και
    του εκφυλισμού τους σε πολυμέτωπες εμφύλιες συρράξεις, κάποια κράτη της περιοχής
    συνεχίζουν να εμπλέκονται ενεργά στην παραγωγή του χάους, διεκδικώντας διαπιστευτήρια περιφερειακής δύναμης και επιζητώντας μία μεταβολή του χάρτη των Sykes – Picot,
    παρά το γεγονός, ότι επίσημα εκφράζονται υπέρ της ακεραιότητας των υφιστάμενων συνόρων. Η μόνη δύναμη που καυχιέται, ότι κατήργησε τα αποικιακά σύνορα των Sykes-Picot,
    ενώνοντας την ανατολική Συρία με το δυτικό Ιράκ και τους συμπαγείς σουνιτικούς τους πληθυσμούς ένθεν κακείθεν είναι το ISIS5
    , το οποίο δεν είναι βέβαια κράτος, άσχετα αν διατρανώνει την αξίωση του να γίνει, ενώ – τουλάχιστον σε επίπεδο επίσημων δηλώσεων – καμία
    αραβική, σουνιτική δύναμη δεν εγκρίνει την δράση του. Εκτός κι αν το ISIS έχει (ή είχε) αναλάβει ένα συγκεκριμένο έργο για λογαριασμό άλλων: την προετοιμασία ενός αμιγούς σουνιτικού θύλακα, που θα τέμνει κάθετα το φιλοϊρανικό μπλοκ από τη Μεσόγειο έως τη Βαγδάτη.
    Αυτοί οι μικρομεγαλοϊδεατισμοί των γειτόνων συνέβαλαν ιδιαίτερα στην μετατροπή της
    συριακής επικράτειας και του κοινωνικού της ιστού σε εστίες πολυεπίπεδων συγκρούσεων
    (Άσαντ εναντίον αντιπολίτευσης, αντιπολίτευση εναντίον ISIS, αντιπολίτευση εναντίον αντιπολίτευσης, Άραβες εναντίον Κούρδων, ISIS εναντίον Κούρδων, κ.α.), οι οποίες με τη σειρά
    τους προσβλέπουν στην παγίωση κάποιων – εν πολλοίς ρευστών ακόμα – μελλοντικών
    ζωνών επιρροής, έως ότου γίνει το τελικό ξεκαθάρισμα. Ουσιαστικά ό,τι έπραττε η τότε
    κυρίαρχη Συρία, εμπλεκόμενη στον εμφύλιο του μικρού Λιβάνου το 1975 (τον οποίο διχοτόμησε de facto από κοινού με τον αντίπαλό της, το Ισραήλ), τώρα το εισπράττει υπό τη
    μορφή παρεμβάσεων από την πλευρά της Τουρκίας, του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και
    της Ιορδανίας6

    . Εν ολίγοις, η Συρία αποτελεί το αντικείμενο διαπραγμάτευσης ενός νέου
    Sykes – Picot, με τη μόνη διαφορά, ότι τώρα τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι τα ίδια τα πρώην
    αποικιακά δημιουργήματα και λοιπά προτεκτοράτα.

    Η Τουρκία για παράδειγμα, αντιμετωπίζει τον συριακό εμφύλιο ως μια ευκαιρία αναθεώρησης της μετά Sykes – Picot θέσης της στην πρώην αυτοκρατορική της επαρχία. Η προοπτική δημιουργίας της περιβόητης ασφαλούς ζώνης στη βόρεια Συρία φέρει μία αύρα ανασύστασης της οθωμανικής αραβοτουρκικής ενότητας και εξυπηρετεί έναν διττό στόχο: την
    ύπαρξη ενός αναχώματος στην κουρδική Rojava και την δημιουργία τετελεσμένων εν όψει
    ενός μελλοντικού διακανονισμού, οποτεδήποτε και αν προκύψει, μέσω της γονιμοποίησης
    ενός πρώτου κυτάρρου μεταβατικής πολιτικής οργάνωσης. Αρωγός αυτής της προσπάθειας παραμένει το μακρινό Κατάρ, το οποίο παρά το μικρό του μέγεθος, από το 2012 αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά, εισερχόμενο σε έναν δαπανηρό ανταγωνισμό με τη Σαουδική
    Αραβία για την πατρωνία της υπό μετάβαση Αιγύπτου και Λιβύης. Οι δύο δυνάμεις αποτελούν προνομιακούς εταίρους της εξόριστης συριακής αντιπολίτευσης και θεωρούν, ότι μπορούν να πάρουν τη ρεβάνς για την ανατροπή του ισλαμιστή Μόρσι, δεδομένης της σχετικής
    απομόνωσης της Σαουδικής Αραβίας στο συριακό, εξαιτίας της επικέντρωσής της στο
    «Βιετνάμ» της Υεμένης και της συνεχιζόμενης καχυποψίας της απέναντι στην επαναπροσέγγιση ΗΠΑ – Ιράν7
    .
    Από την άλλη, συλλογικά οι αραβικές μοναρχίες ανέλαβαν την διαχείριση του συριακού ζητήματος από τη θέση των πολιτικών νικητών της Αραβικής Άνοιξης. Έχοντας αναχαιτίσει την επανάσταση προ των πυλών των οίκων τους (Μπαχρέιν 2011), οι ελέω Θεού
    δυναστείες χρησιμοποιούν την αποσύνθεση της Συρίας ως φόβητρο στο εσωτερικό τους

    και άλλοθι για την ενίσχυση της απολυταρχίας τους. Σε περιφερειακό επίπεδο, η δυναστεία
    των Χασεμιτών, η οποία ανάγει την καταγωγή της στον οίκο του Προφήτη (Bani Hashem),
    παραδοσιακά ενδιαφερόταν να καρπωθεί ολόκληρη την κληρονομιά των Sykes – Picot,
    ακόμη και υπό αυστηρή βρετανική κηδεμονία8
    : ο Χουσεΐν έγινε πράγματι για κάποιο διάστημα βασιλιάς, μέχρι να του αρπάξει ο ανταγωνιστικός οίκος των Σαούντ τη Χετζάζη το 1925,
    ο ένας του γιος ο Φάισαλ κυβέρνησε μόλις μετά βίας τη Συρία μεταξύ 1918 – 1920, και στη
    συνέχεια πήρε ως αποζημίωση τον θρόνο του Ιράκ μέχρι το 1958, όταν τον ανέτρεψαν
    νασεριστές αξιωματικοί και μόνον ο δεύτερος γιος ο Αμπντάλα κατάφερε να διατηρηθεί στην
    Υπεριορδανία, το βασίλειο που δημιούργησαν και του έδωσαν ως προίκα οι Βρετανοί το
    1921.
    Σήμερα οι Χασεμίτες, από κοινού με τους πρώην αντιπάλους τους Σαούντ, έχουν
    πάρει εν μέρει εκδίκηση από τα ριζοσπαστικά, αραβικά καθεστώτα, που τότε τους αποκήρυτταν ως «αντιδραστικούς» συνεργάτες της Δύσης, ενώ και αυτοί προσπαθούν να αντι-
    στρέψουν τα δεδομένα των Sykes – Picot προς όφελος τους. Βρισκόμενη μεταξύ των δύο
    σημαντικότερων αντιϊρανικών δυνάμεων, του Ισραήλ, που επιθυμεί μία ασφαλή, αραβική
    διευθέτηση του συριακού και της Σαουδικής Αραβίας9
    , που θεωρεί, ότι πρέπει να αποτελεί
    κύριο μέρος οποιουδήποτε διακανονισμού μαζί με την Τουρκία και το Κατάρ, ενώ ταυτόχρονα προβαίνει σε αντιπερισπασμούς (επαφές με Χαμάς, Ρωσία), η Ιορδανία ως όμορο κράτος επίσης δέχεται τεράστιους αριθμούς Σύρων προσφύγων και φαίνεται να διεκδικεί έναν
    ρόλο παρόμοιο με αυτόν της Τουρκίας. Σημαντικό ρόλο ως προς την αξίωσή της αυτή παίζει το γεγονός, ότι μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα από την θέση του μέλους του υπό
    σύσταση αραβικού ΝΑΤΟ. Επιπλέον, νομιμοποιείται να ζητά διαρκώς χρήματα και στρατιωτικό εξοπλισμό από την Δύση, λόγω της θέσης της ως νότιου αναχώματος του ISIS10.
    Συνοψίζοντας, η κληρονομιά των Sykes – Picot εκατό χρόνια μετά, αποτελεί μία αναπόδραστη εμπειρία για όλα τα κράτη της περιοχής, στα οποία ούτως ή άλλως ιστορικά ανήκει. Οι ερμηνείες της βέβαια ποικίλουν, αναλόγως της θέσης του καθενός. Η αποδόμηση
    ενός κράτους παρουσιάζεται ως προϊόν μιας νεοαποικιοκρατικής συνωμοσίας από τις χρεοκοπημένες του ελίτ, παράλληλα όμως ερμηνεύεται και ως μία νεοηγεμονική προσδοκία
    ευρύτερης αναδόμησης της περιοχής, χάρη στις πρωτοβουλίες μετρίου βεληνεκούς δυνάμεων. Παραμένει άξιο απορίας το πως οι δυνάμεις αυτές θα αναλάμβαναν τους ίδιους
    ρόλους, αν δεν είχε προηγηθεί η μεσανατολική εκδοχή της Αραβικής Άνοιξης. Το μόνο
    σίγουρο είναι, ότι η προσπάθεια αναδόμησης της Μέσης Ανατολής από τους πρώην αποικιοκρατούμενους, χωρίς την απαραίτητη αλλαγή πολιτικής αντίληψης, είναι καταδικασμένη
    να αποτύχει. Και αυτό διότι η αλαζονική εμμονή των σταθερών κρατών να χρησιμοποιούν
    τα ίδια παρωχημένα, αποσταθεροποιητικά εργαλεία εκτός του οίκου τους ήδη απελευθερώνει διαδικασίες, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητες και τα μεγέθη τους. Εκτός και
    αν πράγματι πιστεύουν, ότι η Θεία Πρόνοια θα συνεχίσει να εγγυάται την ανοσία τους από
    την αμμοθύελλα.

    www. c emm i s . ed u.g r 5
    Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
    Για την εθνικιστική αφύπνιση των Αράβων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Shaw, Stanford J. και Kural,
    Ezel, History of the Ottoman Empire and Modern Turkey – Volume II: Reform, Revolution and Republic,
    Cambridge University Press, 1977, σσ. 259 – 260, 304 & Tibi, Bassam, Arab Nationalism – Between
    Islam and the Nation-State, New York: St. Martin’s Press, 1997, σσ. 109 – 110.
    Williams, Ann, Britain and France in the Middle East and North Africa, New York: St. Martin’s Press, 1968,
    σ. 32.
    Kepel, Gilles, Beyond Terror and Martyrdom: The Future of the Middle East, Cambridge, Massachusetts
    and London: Harvard University Press, 2008, σ. 35.
    Salloum, Saad, ‘‘Iraqi christians take up arms to regain lost land’’, Al-Monitor, (19/8/2015) http://www.almonitor.com/pulse/en/originals/2015/08/iraq-nineveh-christians-armed-militias.html

    The Guardian, ‘‘Isis announces Islamic caliphate in area straddling Iraq and Syria”, (30/6/2014) http://www.theguardian.com/world/2014/jun/30/isis-announces-islamic-caliphate-iraq-syria
    J. Tabler, Andrew, «Το νέο μεγάλο παιχνίδι: πώς οι περιφερειακές δυνάμεις μοιράζουν τη Συρία», Foreign
    Affairs the Hellenic Edition, (14/8/2015) http://www.foreignaffairs.gr/articles/70458/andrew-j-tabler/to-neomegalo-paixnidi?page=show

    Για την αναβάθμιση του τουρκικού παράγοντα, Ρούσσος, Σωτήρης, «Η νέα αμερικανική πολιτική, η Τουρ-
    κία και ο συριακός εμφύλιος», Η Εφημερίδα των Συντακτών, (13/8/2015) http://www.efsyn.gr/arthro/i-neaamerikaniki-politiki-i-toyrkia-kai-o-syriakos-emfylios

    Η ιδέα μιας Μεγάλης Συρίας αποσκοπούσε να ικανοποιήσει τους Χασεμίτες πελάτες των Βρετανών και να
    θέσει υπό έλεγχο το αραβικό εθνικιστικό κίνημα, παράλληλα με την έξοδο των Γάλλων από τη Μέση Ανα-
    τολή. Public Record Office. Memorandum. Secret. Resolutions of the Middle Eastern War Council on the
    Political Situation in the Middle East. Jun. 17, 1943. 4, CAB/66/57/47.
    Ephraim Sneh, ‘‘Hoping to counter Iran, former Israeli defense official calls on Riyadh to add ‘security
    annex’ to Arab Peace Initiative’’, Al-Monitor, (25/8/2015) http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2015/08/arab-peace-initiative-security-annex-saudi-arabia.html

    Abu-Rish, Ziad, ‘‘Manufacturing Silence on Jordan’s ISIS War, Arab Authoritarianism and the US Empire’’,
    Jadaliyya, (14/2/2015) http://www.jadaliyya.com/pages/index/20856/manufacturing-silence_on-jordansisis-war-arab-aut
  25. ΜΑΡΙΑ Α. ΝΤΙΣΛΗ
    «Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΚΡΑΤΙΚΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ
    ΑΡΧΕΙΑ (1907-1915)
    «

    Επιβλέπων Καθηγητής: Φωκίων Κοτζαγεώργης
    http://ikee.lib.auth.gr/record/132286/files/GRI-2013-10822.pdf
    ………………….
    ………………….

    Συμπεράσματα
    ——————————

    «Η εικόνα των Αρμενίων μέσα από τα Κρατικά Οθωμανικά Αρχεία (1907-1915)», που
    βασίστηκε α) στα Κρατικά Οθωμανικά Αρχεία που το Τουρκικό κράτος διαθέτει σε ηλεκτρονική
    ιστοσελίδα344, αλλά και β) σε μια σειρά δημοσιευμένου υλικού, ολοκληρώνεται στο σημείο αυτό. Η
    παρουσίαση της εικόνας των Αρμενίων, για τη χρονική περίοδο που ενδιέφερε, αποτυπώθηκε στα
    Κρατικά Οθωμανικά Αρχεία, με γνώμονα την επιθυμία τους για την ίδρυση μιας ανεξάρτητης
    Αρμενίας. Οι γενικότερες συνθήκες που σημάδεψαν την Οθωμανική αυτοκρατορία από τις αρχές
    περίπου του 19ου αιώνα, προετοίμασαν το πλαίσιο για την αρχικά δειλή ένταξη της αγωνίας των
    Αρμενίων για σύσταση ανεξάρτητου κράτους σε αυτό, διοχετεύοντάς την μέσα από το «Ανατολικό
    Ζήτημα» και αναδεικνύοντάς την σταδιακά στο λεγόμενο «Αρμενικό Ζήτημα». Ο λόγος που
    επιλέχθηκε να ξεκινήσει η λεπτομερής σχετικά αναφορά των θεμάτων που αντιμετώπιζε η
    αυτοκρατορία, από τις αρχές περίπου του 19ου αιώνα, ήταν η καλύτερη κατανόηση της κατάστασής
    της και ο συνδυασμός σκέψεων για τις πολιτικές της επιλογές. Τα οικονομικά της προβλήματα στο
    εσωτερικό και ο τρόπος που οι Μεγάλες Δυνάμεις έβρισκαν αφορμές για να αναμιχθούν στα
    εσωτερικά της, με απώτερο στόχο το ίδιον όφελος, συμπληρωνόταν από τη γενικότερη ανησυχία
    που είχε ξεσπάσει στα Βαλκάνια. Ένα ντόμινο εθνικιστικής έξαρσης των Βαλκανικών κρατών
    απέτρεπε τη διαχείριση των ανοικτών μετώπων που είχε η αυτοκρατορία. Η φωνή των Αρμενίων,
    αυτόβουλη ή υποκινούμενη, προσπαθούσε να καρπωθεί την ευκαιρία για να εκφράσει και αυτή, με
    τη σειρά της, την επιθυμία της για ίδρυση ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους.
    Η εξέλιξη του Νεοτουρκικού Κινήματος, όσον αφορά τους Αρμένιους, επηρεάστηκε σε
    μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που εξελίχθηκε η επαναστατική δραστηριοποίηση των Αρμενίων και
    αντιστρόφως, κατά τον τρόπο εξέλιξης της Νεοτουρκικής κυβέρνησης, εκτυλίχθηκε η επαναστατική
    δράση των Αρμενίων. Τα επεισόδια στα Άδανα, το 1909, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ήρθαν
    να «αποκαταστήσουν» το παλαιό κλίμα στις σχέσεις του Οθωμανικού κράτους και της μη
    μουσουλμανικής κοινότητας των Αρμενίων, καθώς τη θετική υποδοχή των Νεοτούρκων, τη
    διαδέχτηκε η ανησυχία. Οι διαφορετικές θρησκευτικές κοινοτήτες διχάστηκαν, γεγονός που συνέβη
    και μεταξύ των Μουσουλμάνων. Οι μεγαλύτεροι προβληματισμοί που έθεσαν οι συνέπειες των
    επεισοδίων των Αδάνων, ήταν α) κατά πόσο μικρότερο ήταν τελικά το μερίδιο ευθύνης της νέας
    Κυβέρνησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Μεγάλων Δυνάμεων που έμειναν απλοί
    θεατές των οδυνηρών επεισοδίων, σε σχέση με τα μέλη της αντιπολίτευσης, που αναγνωρίστηκαν
    ως οι πραγματικοί εκτελεστές και β) πως θα είχε εξελιχθεί το Αρμενικό Ζήτημα, αν οι σχέσεις τους
    στο σημείο αυτό είχαν παραμείνει εξομαλυμένες. Σε σχέση με την απραγία τους, ως «πράξη»,
    γεννιούνται αμφιβολίες για το κόστος των συνεπειών της στάσης τους και δημιουργούνται
    υπονοούμενα για τα πραγματικά κίνητρα της αποχής τους. Γιατί, δηλαδή, δεν πήραν δραστικά μέτρα
    και δεν παρενέβησαν άμεσα, ώστε να εμποδίσουν όλες αυτές τις ανθρώπινες απώλειες και τις υλικές
    καταστροφές. Όσον αφορά, την εξέλιξη που θα είχε σημειώσει το Αρμενικό Ζήτημα, αν δεν είχαν
    συμβεί τα επισόδια των Αδάνων του 1909, πιθανολογείται, με βάση και τη μετέπειτα γνωστή
    εξέλιξη των Αρμενο-Τουρκικών σχέσεων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πως ίσως κάποιο άλλο
    μεγάλο γεγονός να έδινε αφορμή για ανάλογη διαμόρφωση των πραγμάτων.

    344 http://www.devletarsivleri.gov.tr/forms/pgArchiveMain.aspx
    104
    Τα Κρατικά Οθωμανικά Αρχεία παρουσίασαν την «εικόνα των Αρμενίων» της Οθωμανικής
    αυτοκρατορίας αφήνοντας την ακόλουθη αίσθηση: Οι Αρμένιοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στο
    εσωτερικό, κυρίως στις έξι επαρχίες των Αδάνων, Ερζουρούμ, Βαν, Μπιτλίς, Ντιγιαρμπεκίρ και
    Ελαζίχ στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και μία αξιόλογη Αρμενική
    παρουσία τόσο προς τις περιοχές της Βιθυνίας, όσο και στη διασπορά, τοποθετώντας τους
    διάσπαρτους σε ένα πλήθος χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Γαλλία, η Ελβετία, το
    Βέλγιο, η Ιταλία, η Αίγυπτος, το Ιράν, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ρωσία. Εξήγηση για τον
    εντοπισμό των Αρμενίων σε τόσες διαφορετικές χώρες, από τα μελετώμενα αρχεία δεν δίνεται
    πουθενά. Ως μοναδική εξήγηση εξόδου τους, δοσμένη από την σκοπιά των αρχείων, προβάλλεται η
    επιθυμία τους να γλιτώσουν την στρατολόγησή τους και να ενταχθούν στις εθελοντικές
    στρατιωτικές ομάδες, τις «φενταγίς» (fedayis bands) ώστε να στραφούν εναντίον της
    Αυτοκρατορίας. Προκειμένου να μετακινηθούν στη Ρωσία, δίκτυα μετακίνησης είχαν αναπτυχθεί
    μέσω της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η παρουσία των Αρμενίων στα «πέρατα του κόσμου»,
    συνοδευόταν από ένα «προφίλ», που ήταν διάχυτο και εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η
    επιτυχημένη Αρμενική κοινότητα με τις ιδιαίτερες ικανότητές της σε διάφορους θεμελιώδεις τομείς,
    όπως της οικονομίας και της εκπαιδευτικής καλλιέργειας, τους συνόδευε και στο εξωτερικό. Το
    γεγονός ότι ήταν ικανότατοι έμποροι και αγαπούσαν την πνευματική καλλιέργεια, τους επέτρεπε να
    αξιοποιούν κάθε ευκαιρία για να «αναδείξουν» την υπεροχή τους σε σχέση με το επίπεδο του
    Μουσουλμανικού λαού. Ήταν πιο καλλιεργημένοι, πιο πλούσιοι, θρησκευτικά ελεύθεροι,
    απαλλαγμένοι από τον στρατό, σε σχέση με τον «φτωχό» Μουσουλμανικό λαό.
    Κατά τις Οθωμανικές αρχές, οι Αρμένιοι, παρόλο που ζούσαν «ευνοημένα» στα εδάφη της
    Οθωμανικής αυτοκρατορίας, «αχάριστα» στρέφονταν εναντίον της και εναντίον των «αγαθών» που
    επί αιώνες τους πρόσφερε. Σχεδόν αδικαιολόγητα, πήραν τα όπλα στα χέρια τους, καταπατώντας
    αιώνιους όρκους αποκλεισμού τους από αυτά. Στράφηκαν κατά των Μουσουλμάνων,
    χρησιμοποιώντας «δικαιολογίες», ότι εκείνοι τους επιτέθηκαν πρώτοι. Δεν εκτίμησαν ούτε το
    γεγονός πως το Οθωμανικό κράτος, φρόντισε για αυτούς, τοποθετώντας μάλιστα τους
    μουσουλμανικής καταγωγής μετανάστες που εισήχθησαν στην Αυτοκρατορία, δίπλα τους, σε πιο
    ψηλά σημεία, «για να μην τους ενοχλούν». Παρόμοια ήταν η αχαριστία που έδειξε και η Αρμενική
    Εκκλησία, η οποία δεν εκτίμησε τις ελευθερίες που είχε από τον 15ο
    αιώνα, αλλά αντιθέτως
    μετατράπηκε σε άνδρο ανάδειξης εθνικιστικών ιδεών και καλλιέργειας μνησικακίας εις βάρος των
    Μουσουλμάνων, αποτελώντας χώρο απόκρυψης όπλων και τσετών. Οι ιερείς της, στη διάρκεια
    θρησκευτικών τελετών, εγκατέλειπαν τη θρησκευτική γλώσσα και με πολιτικό λόγο, προέτρεπαν
    τους συγκεντρωμένους πιστούς να συμμετάσχουν σε επαναστατικά επεισόδια.
    Από τη διασπορά, οι Αρμένιοι πολεμούσαν την Αυτοκρατορία με παρόμοιο ή ακόμη και με
    χειρότερο τρόπο. Δίκτυα παράνομης διακίνησης όπλων και προετοιμασίας επαναστατικών
    ενεργειών, συνδράμονταν από τον προπαγανδιστικό ρόλο των εφημερίδων. Αρμένιοι εισέρχονταν
    και εξέρχονταν παράνομα για να φέρουν εις πέρας τρομοκρατικές αποστολές. Δεν δίσταζαν να
    αναμίξουν τοπικούς αξιωματούχους στις δολοπλόκες ενέργειές τους εναντίον της Αυτοκρατορίας,
    αλλά και να στραφούν κατά των ίδιων των Αρμενίων, όταν τα συμφέροντά τους συγκρούονταν.
    Προκαλούσαν δεινά από μόνοι τους για να δημιουργήσουν εντυπώσεις, ώστε η διεθνής κοινή γνώμη
    να τους λυπηθεί και να παρασυρθεί στα αιτήματά τους για βελτίωση των συνθηκών ζωής τους,
    εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην ανάγκη τους για ίδρυση ανεξάρτητου Αρμενικού
    κράτους. Δολοφονούσαν και καταδιώκονταν, αλλά όταν δολοφονούνταν δεν υπήρχαν μάρτυρες. Το
    Οθωμανικό κράτος, όμως, «συμπονετικά» εξακολουθούσε να τους αγκαλιάζει και παρά ακόμη και
    105
    την αχάριστη στάση της Αρμενικής Εκκλησίας, δεχόταν να λάβει αιτήματα για την φροντίδα του
    άμαχου πληθυσμού και των πληγέντων, και την αποκατάσταση των διαφόρων ζημιών.
    Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδόθηκε η εικόνα των Αρμενίων μέσα από τα Κρατικά Οθωμανικά
    Αρχεία σε συνδυασμό με μέρος της μελετώμενης βιβλιογραφίας. Οι Αρμένιοι της Οθωμανικής
    αυτοκρατορίας, που είχαν βγεί σχετικά πρόσφατα από τις δύσκολες στιγμές της εποχής τους Αβδούλ
    Χαμίτ (1894-1896), είχαν βιώσει ανεπανάληπτο πλήγμα. Η ανάδυση του Νεοτουρκικού Κινήματος,
    τους έφερε ελπιδοφόρες υποσχέσεις, γεγονός που εκλήφθηκε με ανάλογο τρόπο από το σύνολο της
    αυτοκρατορίας, παρά τις αντιδράσεις μιας μειοψηφίας, όπως των υποστηρικτών του σουλτάνου και
    κάποιων που διείδαν την όλη εξέλιξη ως αδυσώπητη μοίρα. Τα επεισόδια στα Άδανα (1909), λίγο
    μόλις καιρό μετά την επικράτηση του Νεοτουρκικού Κινήματος, προκάλεσαν απογοήτευση στους
    Αρμένιους. Παρολαυτά, η επιλογή ήταν μονόδρομος και αποσείωντας τις ευθύνες της, η «Επιτροπή
    Ένωσης και Προόδου» έδωσε νέους όρκους συνεργασίας με το επικεφαλής Αρμενικό Επαναστατικό
    κόμμα των Αρμενίων, το «Ντασνάκ». Η δραστηριοποίηση των Αρμενικών Επιτροπών, τόσο στο
    εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις, που η αναχαίτισή της φάνταζε
    ουτοπία. Ένα αλισβερίσι «έμχυχου» και «άψυχου» υλικού, αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα
    των μεθόδων δραστηριοποίησής τους. Η ανάγκη να βρουν όπλα για να πολεμήσουν είχε μετατραπεί
    σε καθημερινό τους στόχο. Συνέδρια στήνονταν για το πως να προωθήσουν τα όπλα εντός της
    αυτοκρατορίας. Ακόμη και Κούρδοι και Τούρκοι αξιωματούχοι διαφάνηκε πως αναμίχθηκαν και
    μάλιστα προς όφελος των Αρμενίων. Προφανώς στο «βωμό του χρήματος», σε ένα ομολογουμένως
    διαβρωμένο σύστημα, μεταξύ των υπόλοιπων αδυναμιών που χαρακτήριζαν την Αυτοκρατορία,
    μπορούμε να εικάσουμε πως πολλοί ήταν πρόθυμοι να εμπλακούν. Διότι, συνακόλουθα η εμπλοκή
    τους, για να «εξυπηρετήσουν» στην εξασφάλιση όπλων, συνοδευόταν από χρηματικές απολαβές.
    Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός δεν έπαψε ποτέ να καθορίζει τον τρόπο ένδειξης ενδιαφέροντος
    κάθε Ευρωπαϊκής Δύναμης. Η καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν στη Δύση της και
    προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διασώσει ότι μπορούσε. Οι διακυμάνσεις όμως των επιλογών κάθε
    ευρωπαϊκής δύναμης στο «Ανατολικό Ζήτημα», εμπόδιζαν την Οθωμανική αυτοκρατορία να
    αναζητήσει κάποια σταθερή στήριξη· τουλάχιστον ως το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου
    Πολέμου. Οι δυνάμεις της ήταν ανεπαρκείς. Το γεγονός πως στην πλειοψηφία των εγγράφων τόνιζε
    πως οι δυνάμεις της ήταν ανεπαρκείς και αναγκαία μέτρα έπρεπε να ληφθούν, δεν αποτελούσε
    απλώς μια πεζή διατύπωση για να ολοκληρώνει τις επιστολές και τα τηλεγραφήματά της. Το
    πρόβλημα ήταν υπαρκτό. Η εξασθένιση της οικονομίας της, οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες
    μεταξύ υποστηρικτών του σουλτάνου και «ενωτικών», τα εθνικιστικά κινήματα στα Βαλκάνια που
    το ένα μετά το άλλο παρασύρονταν στον αγώνα για ολοένα μεγαλύτερη απόσπαση εδαφών, το
    Αρμενικό Ζήτημα όπως εξελισσόταν, κυρίως, μέσα από τη διαπλοκή του με τα εθνικιστικά
    κινήματα των Βαλκανίων, επιδείνωσαν την κατάσταση. Ο πυρήνας του Αρμενικού επαναστατικού
    αγώνα βασίστηκε στον Βουλγαρικό αγώνα. Κατά το πρότυπο των Βούλγαρων κομιτατζήδων είχαν
    οργανωθεί οι Αρμενικές επαναστατικές επιτροπές και με τον τρόπο που θεωρούσαν πως η
    Βουλγαρία είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της, επεδίωκαν να την κερδίσουν και οι Αρμένιοι. Ο
    τρόπος ήταν να τραβήξουν το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων ώστε να παρέμβουν και να τους
    βοηθήσουν.
    Η επιλογή τους αυτή να τραβήξουν το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων με οποιονδήποτε
    τρόπο, τουλάχιστον όπως προβάλλεται από την τουρκική πλευρά, αποτέλεσε αιτία για να
    κατηγορηθεί η Αρμενική πλευρά πολλές φορές από τους Οθωμανούς αξιωματούχους.
    Κατηγορούνταν πως προέβαιναν ακόμη και σε δολοφονίες εις βάρος Αρμενίων και φρόντιζαν μετά
    106
    να μαθαίνει η διεθνής κοινή γνώμη τί είχε συμβεί στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας,
    διαστρεβλώνοντας την αλήθεια των πληροφοριών, ρίχνοντας το βάρος στους Μουσουλμάνους.
    Άλλωστε, δεν ήταν εύκολο να μη γίνονται πιστευτοί, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει πως
    σκότωναν οι ίδιοι τους ομοεθνείς τους. Ασκούσαν προπαγάνδα, χρησιμοποιώντας την πληθώρα των
    εφημερίδων που λειτουργούσαν εντός και εκτός αυτοκρατορίας. Τον «πιστό και αφοσιωμένο φίλο»
    των Αρμενικών Επιτροπών που ποτέ δεν έμεινε πιο πίσω από αυτές.
    Καμία Μεγάλη Δύναμη δεν επρόκειτο ωστόσο να βοηθήσει τους Αρμένιους της Οθωμανικής
    αυτοκρατορίας, αν ήταν να χάσει ή να μην κερδίσει τίποτε, ως αντάλλαγμα. Όταν η Ρωσία ήθελε να
    αποκτήσει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο επί της εξέλιξης των θεμάτων των Αρμενίων, τότε οι
    υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, έπαιρναν θέση. Ενώ, όταν η Ρωσία αδιαφορούσε γιατί ήταν
    απασχολημένη με κάποιο άλλο θέμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις «εξαφανίζονταν». Πολλές φορές, η
    Ρωσία, έπαιζε το δικό της παιχνίδι και έδινε ένταση στη κοινή τους θρησκεία και σε οτιδήποτε
    μπορούσε να τη δένει με τους Αρμένιους. Ήθελε διέξοδο από τον Καύκασο στη Μεσόγειο και οι
    Αρμένιοι μπορούσαν να χαράξουν αυτό το μονοπάτι, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες
    επιθυμούσε η κάθε πλευρά να το κάνει, δεν ανταποκρίνονταν σε κάθε ιστορική ευκαιρία που
    δινόταν. Αυτός ο «αναποφάσιστος» ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων με ποια πλευρά να
    συστρατευτούν και ποιανού συμφέροντα να προτάξουν, έδιναν χώρο και στην Οθωμανική
    αυτοκρατορία και στους Αρμένιους· το Οθωμανικό κράτος, για παράδειγμα, ποτέ δεν εφάρμοζε
    διακηρυττόμενες μεταρρυθμίσεις, χρονοτριβούσε και ακολουθώντας παρελκυστική πολιτική, οι
    Αρμένιοι δεν χαλιναγωγούνταν και ενέδιδαν σε επαναστατικές εξάρσεις.
    Στο δίλημμα, λοιπόν, που περιείχε το Αρμενικό Ζήτημα και το οποίο παρουσιάστηκε στην
    εισαγωγή της συγκεκριμένης μελέτης, σχετικά με την τύχη των Αρμενίων, αν θα έπρεπε να
    προχωρήσει η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους ή να παραμείνουν οι Αρμένιοι υπό
    την Οθωμανική κυριαρχία, γεγονός που τελικά πραγματοποιήθηκε αργότερα (ίδρυση Αρμενικού
    κράτους-28 Μαΐου 1918), η απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως ο δρόμος χωρίς επιστροφή για
    την Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα δεδομένο. Ήταν αδύνατον να αποτρέψει τους Αρμένιους
    από τον δρόμο που είχαν πάρει. Η απόφασή τους να επαναστατήσουν, για να ιδρύσουν σταδιακά
    ένα ανεξάρτητο Αρμενικό κράτος ήταν τόσο ισχυρή, όσο ισχυρός εμφανίστηκε ο αγώνας τους μέσα
    από τα Κρατικά Οθωμανικά Αρχεία. Τα μελετώμενα αρχεία, συντάχθηκαν από εκπροσώπους του
    Οθωμανικού κράτους, από τους «Υπηρέτες» μιας αυτοκρατορίας που πάσχιζαν να τη «σώσουν» και
    που έβλεπαν γύρω τους ανελέητους εχθρούς, που σαν «αετοί» καραδοκούσαν να τους φάνε. Από
    την πλευρά τους, οι Αρμένιοι, κατά το παράδειγμα των Βαλκάνιων γειτόνων τους, επιθυμούσαν να
    αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.
  26. on
    O πρέσβης των Hνωμένων Πολιτειών στην Kωνσταντινούπολη Henry Morgenthau στο έργο του «Ambassador Morgenthau’s Story» (1918) τονίζει: «Οι Αρμένιοι δεν είναι ο μοναδικός υπό τουρκικό έλεγχο λαός, ο οποίος υπέφερε στα πλαίσια της πολιτικής «Η Τουρκία για τους Τούρκους». Την ιστορία που διηγήθηκα για τους Αρμένιους, θα μπορούσα να την έλεγα, με μερικές παραλλαγές, για τους Έλληνες και τους Ασσύριους. Πραγματικά, οι Έλληνες ήταν τα πρώτα θύματα αυτής της εθνικιστικής ιδέας.»…»
  27. Radiki on
    «Τι συνέβη στην οθωμανική Ανατολή;»
    Καθημερινή 08.11.2015
    http://www.kathimerini.gr/837908/opinion/epikairothta/politikh/ti-synevh-sthn-o8wmanikh-anatolh
  28. «Why are some genocides prominently remembered while others are ignored, hidden, or denied? Consider the Turkish campaign denying the Armenian genocide, followed by the Armenian movement to recognize the violence. Similar movements are building to acknowledge other genocides that have long remained out of sight in the media, such as those against the Circassians, Greeks, Assyrians, the indigenous peoples in the Americas and Australia, and the violence that was the precursor to and the aftermath of the Holocaust.»
    http://www.amazon.com/Hidden-Genocides-Knowledge-Genocide-Political/dp/0813561639/ref=as_li_ss_tl?tag=greekgenocide-20&linkCode=sl1&tag=greekgenocide-20&linkId=918083667fbafd0b47d3c3f9708ff768


  29. AYŞE
    HÜR

    Kurtuluş Savaşı ‘yedi düvel’e karşı mı verildi?
    11/11/2012

    ‘Türk ulus-devletinin kuruluş dönemi’, askeri başarılardan çok, siyasi ve diplomatik başarılarla karakterize olmuştu. Askeri başarılar esas olarak ‘iç düşmanlara karşı’ kazanılmıştı.
    Kurtuluş Savaşı ‘yedi düvel’e karşı mı verildi?
    19 Mayıs 1919’da Mustafa Kemal’in Samsun’a ayak basması ile 9 Eylül 1922’de İzmir’in geri alınması arasındaki dönem, resmî tarihçiler tarafından ‘Yedi düvele karşı verilmiş’ Kurtuluş Savaşı veya İstiklal Harbi diye anılır. Ben ise ‘Türk ulus-devletinin kuruluş dönemi’ anlamında, ‘Millî Mücadele Dönemi’ diye adlandırmayı tercih ediyorum. Çünkü söz konusu dönem, askerî başarılardan çok, siyasi ve diplomatik başarılarla karakterize olmuştu. Askeri başarılar da esas olarak işgalci Batı ordularına karşı değil, onların öne sürdüğü Yunan ordularına; Doğu’da 1915’te zorla çıkarıldıkları topraklarını geri almaya çalışan Ermeni ordularına ama daha da önemlisi ‘iç düşmanlara karşı’ kazanılmıştı.

    29 Ekim-10 Kasım haftasında çeşitli mecralarda dinlediğim konuşmaların hiçbirinde işin bu yanına değinilmedi. Yer sınırı yüzünden Yunanlılara, Ermenilere ve ‘iç düşman’a karşı yürütülen askeri harekâtları bir başka zamana bırakıp, işgalci İtilaf Güçleri’yle yaşanan ‘askeri’ nitelikteki temasları özetlemek istiyorum.
    Fransa
    Mondros Mütarekesi’nin imzalanmasından sonra Fransızlar Dörtyol ve Mersin’e çıkarma yapmışlardı. Önceden kendilerine söz verilmiş Musul ise İngilizler tarafından işgal edilmiş, dahası İngilizler işgali Adana, Antep ve Maraş yönünde genişletmişlerdi. 15 Eylül 1919 tarihli Suriye Anlaşması ile İngilizler Musul karşılığında Adana, Antep, Maraş ve Urfa’yı Fransızlara bıraktılar. Bu tarihlerde Fransızların bölgedeki kuvvetleri 500 er, 12 makineli tüfek ve bir süvari takımından ibaretti. Bunlara 500 kadar da Ermeni lejyoner katılmıştı.

    Ocak 1920’de Fransa’da barış yanlısı Millerand başbakan olmuştu. Bu değişiklik Fransızların Anadolu’daki kararlılığını etkilemişti. Maraş’ta Fransızlara karşı direniş de bu günlerde başladı. Fransızlar 12 Şubat 1920’de Maraş’ı boşalttılar. Fransızlarla birlikte Mondros’tan sonra peyderpey şehre dönen Ermeniler de şehri terk ettiler. Kuva-yı Milliye milisleri, bu grupların arkasına düştü. Genelkurmay belgeleri üzerine çalışan Celal Erikan’a göre, Maraşlı milislerin kaybı 200 ölü, 500 yaralı iken, ölü, yaralı, kayıp ve hasta 20 bin Ermeni zayiatı vardı.
    Urfa’da direniş, Osmanlı döneminde Deyrizor Seyyar Jandarma Müfrezesi komutanlığı yapmış Yüzbaşı Ali Saip (Ursavaş) komutasındaki yerel aşiretlerden oluşan 3 bin kişilik milis gücü tarafından başlatıldı. Kuva-yı Milliye milisleri 7 Şubat 1920’den itibaren Fransızları sıkıştırmaya başlamış, Urfa hapishanesindeki tutukluların milislere katılmasıyla sıcak çatışmalar olmuş, Fransızlar şehri terk etmişlerdi. Ali Saip Bey’in anlattığına göre bu süreç sırasında, milisler Rusların gönderdiği 600 tüfek ve 1.5 milyon fişekle mücadelelerini yürütmüşlerdi.
    16 Şubat 1920’de İtilaf Güçleri Komutanlığı’na hitaben yazılmış bir iç yazışmada “Fransız Hükümeti’nin Kilikya’da (Adana havalisi) kalıcı olmaya niyeti yoktur. Nihai amaç muhtemelen Fransa’nın Türkiye’ye önerdiği mali denetim benzeri belirli bir kontrol sağlayarak çekilmektir” deniyordu. Ancak Türk güçleriyle Fransızların arasındaki iyi ilişkilerden rahatsız olan Lloyd George buna karşı çıktı. Bu yüzden Fransızların geri çekilmesi ertelendi. Fransızlar mart ayı boyunca birkaç kez karşı saldırıya geçtiler ancak başarılı olamadılar. Bir Fransız teğmenin “Marsilya’dan ayrılıyoruz, bile bile Türkiye’ye, kendi mezbahamıza sürükleniyoruz” sözlerini içeren hatıra defterinin yayımlanması, kamuoyunda savaş aleyhtarlığını arttırınca Fransızlar nisan başlarında şehri Türklere teslim etmeye razı oldular. 11 Nisan 1920 günü şehirde Türk bayrakları dalgalanmaya başladı.
    Antep’te de benzer direnişler olunca Fransızlar artık bölgede barınamayacaklarını anlamışlardı. 13 Eylül 1921’de Sakarya Meydan Muharebesi’nin kazanılmasından sonra Fransa savaştan çekilmeye karar verdi. 20 Ekim 1921’de Ankara Antlaşması imzalandı.
    Alptekin Müderrisoğlu’nun Kâzım Özalp’ten aktardığına göre Fransızlar, Ocak 1922’de güney topraklarımızı terk ederken 10 bini aşkın tüfek, 1.505 sandık mermi ile parası ileride ödenmek üzere 10 hangar, 4 yedek uçak motoru, 3 telsiz istasyonu ile 10 Brege tipi uçağı Ankara Hükümeti’ne bırakmış, daha sonra da 1500 adet hafif makineli tüfek, 2.735 sandık fişek, 200 kamyon, 1 komprasör, 11 top beşik ve kaması, 2 ton şaplı kösele, bazı top yedek parça ve malzemesi satmıştı.

    İtalya
    19-21 Nisan 1917 tarihli Jean de Maurienne Anlaşması uyarınca Mersin, Antalya, Konya, Aydın ve İzmir İtalya’ya veriliyordu. Ama anlaşmanın Çarlık Rusyası tarafından onaylanması gerekiyordu. Bolşevik Devrimi yüzünden bu şart gerçekleşmeyince İtalya’nın durumu belirsiz hale gelmişti. Nitekim İtalya Mondros’tan sonra Adana ve Antalya bölgelerine asker göndermek istediği zaman İngiltere ve Fransa, bölgede müttefiklerin güvenliğini tehdit eden hiçbir gelişme bulunmadığını, dolayısıyla mütareke koşulları içinde bu hareketin hiçbir yasal dayanağı olmadığını söyleyerek İtalya’yı protesto etmişlerdi. 15 Mayıs 1919’da İzmir’e Yunan çıkarması yapıldığında bu sefer İtalyanlar ortaklarını protesto ettiler ve Selçuk havalisini işgal ettiler. Ancak Ege’de direniş güçlerini örgütleyen Kâzım Özalp’e göre İtalya, “Birinci Dünya Savaşı sonunda kendisine vaat edilen İzmir’in Yunanlara verilmesi üzerine, Anadolu’da yürütülen Türk direnişini desteklemeye karar vermişti.”

    Gerçekten de İtalyanlar Türklere o kadar iyi davranıyorlardı ki, düzenli ordunun henüz kurulmadığı günlerde Ankara Hükümeti’nin hizmet aldığı çetecilerden biri olan Demirci Mehmet Efe’nin Denizli’de terör estirmesi üzerine, şehir halkı, İtalyanlara sığınmayı bile düşünmüştü. Bununla da kalınmadı, daha sonra İtalyanlardan 4.310.000 tüfek fişeği, 97 ton barut, 20 uçak ve 20 bin tüfek satın alındı. İtalyanlar (ve Fransızlar) ayrıca Akdeniz’den gelen Alman yardım gemilerinin güvenliğini sağlamışlardı. İtalyanlar II. İnönü Savaşı’ndan (1 Nisan 1921) sonra Anadolu’dan çekildi.
    Brİtanya
    Anadolu ile ilgileri, Hindistan Yolu’nun güvenliği ile sınırlı olan İngilizler ortakları Fransızların kendilerinden önce davranmasından korktukları için, 16 Mart 1920’de İstanbul’u resmen işgal ederek, o güne dek Anadolu Hareketi’ne katılmakta tereddütlü olan kesimlerin Ankara’nın yolunu tutmasına neden oldular. İngilizler Ankara’nın güçleriyle doğrudan çarpışmaya girmediler çünkü Birinci Dünya Savaşı’ndaki büyük kayıplarından sonra yeni bir savaşa devam edecek askerî, mali ve moral güçleri yoktu. İngiliz kamuoyu, hem bu yüzden hem de Yunan ordularının Anadolu’da yaptığı katliamlardan dolayı hükümete destek vermiyordu. Yine de İngiliz birlikleri, İkinci Anzavur İsyanı (16 Şubat–19 Nisan 1920) sırasında ve 22 Haziran 1920’de Yunan orduları Anadolu içlerine doğru harekete geçerken çeşitli şekillerde Ankara karşıtlarına destek verdiler. İngilizlerin esas işlevi, Yunanistan’ın Anadolu’ya çıkarılması ve Kemalist harekete karşı savaş alanına sürülmesiydi.

    6-11 Ocak 1921 tarihleri arasında meydana gelen I. İnönü Muharebesi’nden sonra Yunan ordularının umdukları kadar başarılı olamayacağını anlayan İngilizler, 21 Şubat 1921’de Londra Konferansı’nı topladılar. Ankara’yı temsilen Bekir Sami (Kunduh) Paşa başkanlığındaki bir heyet Londra’ya gitti. Konferans sonunda, 10 Ağustos 1920 tarihli Sevr Barış Antlaşması’nın gözden geçirilmesine karar verildi. Ancak, Bekir Sami Bey’in imzaladığı bir dizi anlaşma, Ankara Hükümeti tarafından kabul edilmediği için, akim kaldı. Buna rağmen, Britanya Hükümeti, 14 Nisan 1921’de, Türk-Yunan Savaşı’nda kesin tarafsızlığını belirten notasını Yunan hükümetine bildirdi. Bu tarihten sonra İngilizlerle Türkler bir kere, 1922 yılı yazında İran-Irak-Türkiye sınırındaki Revandiz’de karşı karşıya geldiler. İngilizler 31 Ağustos 1922 günü Özdemir Bey namlı Milis Yarbayı Ali Şefik Bey’in komutasındaki derme çatma güçler karşısında beklenmedik bir yenilgiye uğradı. Zaten 9 Eylül 1922’de Türk ordularının İzmir’e girişiyle savaş fiilen bitmişti.
    Bolşevik Rusya’dan gelen yardımlar
    İtilaf Devletleri’nin üyesi Çarlık Rusyası, 1917’de Bolşevik Devrimi’nin gerçekleşmesi üzerine Birinci Dünya Savaşı’ndan çekilmişti. Yeni adıyla Sovyet Rusya, başından itibaren Anadolu Hareketi’nin en büyük destekçisi oldu. Mustafa Kemal’in isteğiyle Sovyet Rusya’nın yardım olanaklarını araştırmak üzere Moskova’ya gönderilen Halil (Kut) Paşa, Temmuz 1920’de geri dönerken, yanında 400 kilo külçe altın getirmişti. Eylülde ise Yusuf Kemal (Tengirşenk) Bey tarafından 1 milyon ruble daha getirildi. Bu yardımları başkaları izledi.

    Para ve silah yardımı
    Fahir Armaoğlu’nun Sovyet belgelerinden aktardığına göre, iki ülke arasında imzalanan 16 Mart 1921 tarihli Moskova Anlaşması’ndan sonraki bir yılda, Sovyet Rusya, Ankara Hükümeti’ne karşılıksız olarak 39.275 tüfek, 327 makineli tüfek, 54 top, 62.986.000 tüfek mermisi, 147.079 top mermisi, 1.000 atımlık top barutu, 4.000 el bombası, 4.000 şarapnel mermisi, 1.500 kılıç, 20 bin gaz maskesi ve 10 milyon altın ruble yardım göndermişti. Değişik kaynaklarda değinilen Sovyet Rusya’nın veremediği silahların Almanlardan alınması için Almanya’ya gönderilen 1.760.000 ruble, İtalya’daki bir hesaba yatırılan 1 veya 3 milyon İtalyan Lireti, Sovyet Rusya temsilcileri Danilof ve Bagirof tarafından getirilen 200 kilo külçe altın ile Sovyet Rusya’nın parasal yardımı 17,5 milyon rubleye yaklaşıyordu. Ayrıca yüksek miktarda gıda ve tahıl yardımları vardı. Ama en önemlisi Moskova Antlaşması ile Batum’un Gürcistan’a verilmesi şartıyla Doğu sınırı güvenceye alındığı için, Türk orduları Batı Cephesi’ne kaydırılmış ve Yunanlara karşı zaferlerin kazanılması mümkün olmuştu.

    Burada bir parantez açalım: 1920 yılında Buhara Cumhuriyeti’nin ilk ve son cumhurbaşkanı olan Osman Hoca’nın iddiasına göre, Buharalı Müslümanlar, Ankara’ya verilmek üzere Moskova’ya 100 milyon ruble teslim etmişti. Ama bu konuların uzmanı olan Alptekin Müderrisoğlu, arşivlerde Buhara Cumhuriyeti’nden gönderilen yardımlara dair bir belgeye rastlamadığını söylemekte.
    Parantezi kapatıp devam edersek, Ukrayna ve Kırım’daki Kızıl Orduların komutanı, Komünist Parti Politbüro Üyesi Mikhael Frunze’nin 13 Aralık 1921 tarihinde Ankara’ya gelmesi; 1922’nin ilk günlerinde de Sovyet Rusya’nın ilk Ankara Sefiri Simeon I. Aralof’un göreve başlamasıyla Ankara-Moskova ilişkileri daha da sıcaklaşmış, Sovyet Rusya’nın geniş çaplı askerî yardımları 1922 yılı boyunca sürmüştü. Bu yakın ilişki Lozan Barış Görüşmeleri sırasında Boğazlar konusunda Ankara’nın Britanya’nın tezlerine yaklaşması ile sıcaklığını yitirmekle birlikte Aralık 1925’te iki ülke arasında bir dostluk ve saldırmazlık paktı imzalanacaktı.
    Savaşta ne kadar kayıp verildi?
    Emekli Tümgeneral Celal Erikan’ın ve Alptekin Müderrisoğlu’nun yaptığı hesaplamalara göre, Batı Cephesi’nin zayiatı 8.274 ölü, 30.433 yaralı, 45.051 kaçak, 9.991 kayıp, 2.245 esirdi. Sabahattin Selek’e göre Doğu Cephesi’nde Ermenilere karşı şanlı zaferler kazandığı söylenen Kâzım Karabekir’in 18.491 kişilik 15. Kolordusu’nun kaybı ise 46 ölü, 76 yaralı idi. Ayrıca Ege’de ve Güney’de yerel direniş güçlerinin, yani çetelerin savaşları sırasında ölenler ve esir düşenler de vardı ki, bunların, ‘sivil’ olarak kaydedildiği, yani Genelkurmay’ın sayıları içine girmediği sanılıyor. Örneğin, daha sonra ‘hain’ ilan edilen Çerkez Ethem Bey’in birliklerindeki kayıplar bu sayılara dahil değildi. Yine de bu sayıların Çanakkale Savaşı’nın kayıpları yanında (57.263 şehit, 97.874 yaralı, 11.178 kayıp, 20.297 hastalık sonucu ölüm ve diğerleriyle birlikte 207.696 zayiat) gayet mütevazı olduğunu kabul etmek gerekir.

    Özet Kaynakça: Alptekin Müderrisoğlu, Kurtuluş Savaşı Mali Kaynakları, 2 Cilt, Kastaş A.Ş. Yayınları, 1988; Kazım Özalp, Milli Mücadele 1919-1922, 2 Cilt, TTK Yayınları, 1971 ve 1972; Fahir Armaoğlu, Siyasi Tarih, 1789-1960, Sevinç Matbaası, 1964; Sina Akşin, İstanbul Hükümetleri ve Milli Mücadele, Cem Yayınları, 1976; Gotthard Jaeschke, Kurtuluş Savaşı İle İlgili İngiliz Belgeleri, TTK Yayınları, 1991; Ömer Kürkçüoğlu, Türk-İngiliz İlişkileri (1919-1926), SBF Yayınları, 1978; Celal Erikan, Kurtuluş Savaşı Tarihi, Hazırlayan: Rıdvan Akın, Türkiye İş Bankası Kültür Yayınları, 2008.
    http://www.radikal.com.tr/yazarlar/ayse-hur/kurtulus-savasi-yedi-duvele-karsi-mi-verildi-1107408/

Δεν υπάρχουν σχόλια: