Σελίδες

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΟΖ.

ΛΥΣΗ: Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη & Υφαλοκρηπίδα: Χρήσιμες πληροφορίες

 



Η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που θεσμοθετήθηκε το 1982, δημιούργησε μια νέα θαλάσσια ζώνη, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Αναφέρεται στο άρθρο 56 της Σύμβασης των Η.Ε, που καθορίζει τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους, μέσα σε αυτήν την αποκλειστική οικονομική ζώνη. Η παράκτια χώρα έχει το δικαίωμα να ορίσει ως ΑΟΖ μια ζώνη πλάτους μέχρι 200 ν. μίλια από τις ακτές της, εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα σε θέματα που έχουν σχέση με την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πηγών και πόρων, ζώντων ή μη, των υπερκείμενων υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους της θάλασσας και με την προϋπόθεση ότι δε θα συναντάει την ΑΟΖ της απέναντι χώρας, οπότε το όριο καθορίζεται από τη μέση απόσταση ή μέση γραμμή.
Ένα παράκτιο κράτος αποκτά ΑΟΖ με μονομερή δήλωση ανακήρυξης. Στη συνέχεια, συνάπτει συμφωνίες οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη. Εάν δεν καταστεί δυνατή η συμφωνία οριοθέτησης, οι γειτονικές χώρες λύνουν τη διαφορά τους με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Στη σχετική ψηφοφορία, στις 30 Απριλίου 1982, στη Νέα Υόρκη για τη νέα Σύμβαση, 130 κράτη ψήφισαν υπέρ, τέσσερα κατά και 17 αποχή. Μέχρι το τέλος του 2008 επικύρωσαν τη Σύμβαση 157 χώρες, μεταξύ των οποίων η Κύπρος (12 Δεκεμβρίου 1988) και η Ελλάδα (21 Ιουλίου 1995). Η Τουρκία και η Βενεζουέλα αρνήθηκαν να υπογράψουν τη Σύμβαση επειδή έχουν μπροστά τους νησιά που δεν τους ανήκουν και έτσι εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένη ΑΟΖ.  Μέχρι σήμερα την έχουν αξιοποιήσει 140 παράκτια κράτη.
Η Υφαλοκρηπίδα ως νομική έννοια καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της Γενεύης, το 1958. Με αυτή τη σύμβαση αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του, που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σε βάθος έως 200 μέτρα. Στη Σύµβαση των Η.Ε του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρεται σαφώς ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωµα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του μέχρι το όριο των 12 ναυτικών μιλίων. Αντικείμενο αυτών των ειδικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα είναι η έρευνα και εκμετάλλευση μη ζώντων φυσικών πόρων, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η Υφαλοκρηπίδα υπάρχει αφ’ εαυτής και δεν χρειάζεται να ανακηρυχθεί. Χρειάζεται όμως να οριοθετηθεί μεταξύ όμορων κρατών και, σε περίπτωση διαφωνίας, να παραπεμφθεί με κοινό συμφωνητικό προς επίλυση στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο.
Η ΑΟΖ, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ανακηρυχθεί και ακολούθως να οριοθετηθεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη. Η κύρια διαφορά της ΑΟΖ από την υφαλοκρηπίδα έγκειται στο ότι, με το άρθρο 56 της Σύμβασης των Η.Ε., το παράκτιο κράτος που θεσπίζει ΑΟΖ, ασκεί ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης, διαχείρισης, στον βυθό, το υπέδαφός του, αλλά και στα υπερκείμενα θαλάσσια ύδατα. Κατά συνέπεια όχι μόνο σε μη ζώντες φυσικούς πόρους (ορυκτά), αλλά και σε ζώντες, δηλαδή κυρίως στην αλιεία. Μια άλλη σημαντική διάσταση είναι ότι σύμφωνα με ρητές διατάξεις του άρθρου 77 της Σύμβασης των Η.Ε., τα δικαιώματα στην Υφαλοκρηπίδα υπάρχουν και διατηρούνται ανεξάρτητα απ’ το εάν το παράκτιο κράτος την ερευνά ή την εκμεταλλεύεται και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ανακήρυξή της, όπως για την ΑΟΖ. Δηλαδή, η ΑΟΖ, ως νομικό δικαίωμα ενός κράτους, είναι μεν ευρύτερο της υφαλοκρηπίδας, αλλά γεωγραφικά επικαλύπτονται. Επιπλέον, στο άρθρο 121, παράγραφος 2 της Σύμβασης των Η.Ε για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρεται ότι όλα τα κατοικημένα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζονται και για τις ηπειρωτικές περιοχές.
Η ΑΟΖ στο Αιγαίο, Κύπρος και Τουρκία
Στις 12 Δεκεμβρίου 1988, η Κύπρος προχώρησε στην επικύρωση της Σύμβασης των Η.Ε για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Φεβρουάριο του 2003 και τον Ιανουάριο του 2007, η Κύπρος υπέγραψε αντιστοίχως συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και το Λίβανο. Τον Δεκέμβριο του 2010 ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία, αν και δεν υπέγραψε ούτε επικύρωσε τη Σύμβαση του 1982, υιοθέτησε περί το τέλος του 1986 ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα και ήρθε σε συμφωνία με την τότε Σοβιετική Ένωση για τις επικαλυπτόμενες περιοχές, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μέσης γραμμής. Αργότερα άρχισε συνομιλίες με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για το ίδιο θέμα και ήρθε σε παρόμοια συμφωνία που είχε συνάψει με τους Σοβιετικούς. Έτσι, ενώ η Τουρκία έχει προχωρήσει σε συνεργασία με παρευξείνια κράτη στην οριοθέτηση της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα – μιας “κλειστής ή ημίκλειστης θάλασσας”, όπως και η Μεσόγειος – αρνείται να πράξει το ίδιο και στη Μεσόγειο, τη στιγμή που η ίδια δημιούργησε προηγούμενο στη Μαύρη Θάλασσα. Αντιθέτως, στη Μεσόγειο προωθεί την αντίληψη ότι η Κύπρος αποτελείται από δύο κράτη και η αποκαλούμενη “νότιος” Κύπρος έχει μια περιορισμένη ΑΟΖ. Επιπλέον, αρνείται να αναγνωρίσει δικαιώματα ΑΟΖ στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα και ειδικά στο Καστελόριζο και τη Στρογγύλη, γιατί θα στερηθεί τα θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο και επιπλέον παρεμποδίζει ενδεχόμενα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Κύπρου.
Οι κινήσεις της Ελλάδας στο Αιγαίο και το Ιόνιο
Κλειδί για οριοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ είναι το Καστελόριζο, νησί το οποίο κατοικείται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν, όμως, ελληνική ΑΟΖ δεν υπάρχει, επειδή η Αθήνα δεν την έχει ανακηρύξει. Η Αίγυπτος θα μπορούσε να διαθέτει θαλάσσια σύνορα με τη Τουρκία μόνο αν δεν αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του Καστελόριζου. Εάν η Ελλάδα δεχτεί να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο χωρίς τον υπολογισμό του Καστελόριζου, η εμφανής συνέπεια θα είναι η Ελλάδα να μην έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο.
Με την Λιβύη, μοναδικό αγκάθι είναι ένας μεγάλος κόλπος, τον οποίο η κυβέρνηση της χώρας θέλει να τον κλείσει και ν’ αρχίσει να μετράει την οριοθέτηση έξω από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα μπορούσε να συμφωνήσει, εξασφαλίζοντας ελάχιστα μικρότερη ΑΟΖ από ότι με βάση την αρχή της μέσης γραμμής. Οι συζητήσεις με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, που ξεκίνησαν το 2009, προσέκρουσαν εξαρχής στα ζητήματα της ΑΟΖ του Καστελλόριζου και της Κρήτης (Γαύδος), γεγονός που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα τουρκικών παρεμβάσεων στα δύο αυτά αραβικά κράτη, όπως και η υπαναχώρηση του Λιβάνου από τη συμφωνία του με την Κύπρο το 2007.
Ως προς την ΑΟΖ με την Ιταλία, υπάρχει ήδη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στις δύο χώρες και θα είναι πολύ εύκολο να υπάρξει και οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ τους.
Στις 20 Μαρτίου 2009, μονογραφήθηκε στα Τίρανα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Βάση της συμφωνίας είναι η “αναγνώριση πλήρων δικαιωμάτων στο συνολικό έδαφος των δύο χωρών, δηλαδή σε όλα τα χερσαία και νησιωτικά εδάφη, σε νήσους, νησίδες, βράχους και υφάλους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας”. Με άλλα λόγια, η οριοθέτηση με την Αλβανία έγινε “με βάση την αρχή της μέσης γραμμής”, δηλαδή της ίσης απόστασης ανάμεσα στις δύο χώρες. Δυστυχώς, στις 27 Ιανουαρίου 2010 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας αποφάσισε να ακυρώσει τη συμφωνία. Σύμφωνα με τα αλβανικά ΜΜΕ, η συμφωνία ακυρώθηκε ομόφωνα από το 9μελές Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, με το επιχείρημα ότι η κατάρτισή της έγινε βάσει λανθασμένων διαδικασιών, για αυτό και προτείνεται η επαναδιαπραγμάτευσή της.

Τα επιχειρήματα υπέρ της ανακήρυξης ΑΟΖ
Ήδη, πολλά παράκτια κράτη έχουν ορίσει την ΑΟΖ, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ (όρισε το 1983 ζώνη 200 μιλίων) και η Τουρκία, η οποία αν και δεν έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει οριοθετήσει τη δική της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα, με βάση τη μέση απόσταση από τις ακτές της Ρωσίας, της Ουκρανίας κ.λπ. Δεν έχει κάνει το ίδιο όμως και στις νότιες ακτές της στη Μεσόγειο, γιατί, αν εφάρμοζε την ίδια αρχή, θα έπρεπε να αποδεχθεί την ΑΟΖ του Καστελόριζου και της Κύπρου, που κλείνουν την τουρκική ΑΟΖ προς τη Μεσόγειο και ειδικότερα προς την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Επομένως, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να προχωρήσει σε ανακήρυξή της.
Σημειώνεται ότι τα νησιά – εκτός από τους βράχους που δεν έχουν οικονομική ζωή – με βάση το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν το ίδιο δικαίωμα σε ΑΟΖ όπως οι ηπειρωτικές περιοχές, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου θα αποτελεί ελληνική ΑΟΖ με κοινά θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Η Ελλάδα, επομένως, θα αποκτήσει μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη – και για το κυπριακό – απέναντι στην Τουρκία.

Από τότε που θεσμοθετήθηκε η νέα Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, κανένα κράτος στον κόσμο δεν έχει ζητήσει μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από το Διεθνές Δικαστήριο, αλλά ζητά πάντα την ταυτόχρονη οριοθέτηση και της ΑΟΖ. Και επειδή η ΑΟΖ δεν έχει γεωλογική έννοια, η Τουρκία δεν θέλει να συζητήσει το θέμα, γιατί θα απολέσει το επιχείρημα ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου επικάθονται επί της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Είναι λάθος όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, που επιμένουν μονότονα ότι η μοναδική διαφορά της Ελλάδας με την Τουρκία είναι νομικής φύσεως και αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου Πελάγους, όταν εδώ και 25 χρόνια η έννοια αυτή (της Υφαλοκρηπίδας) έχει υπερκερασθεί από εκείνη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Με την ΑΟΖ δημιουργείται ενιαίος θαλάσσιος από οικονομική πλευρά χώρος και για την αλιεία, τον βυθό και το έδαφος κάτω από το βυθό (πετρέλαια, φυσικό αέριο). Ο βασικός οικονομικός λόγος που δεν ήθελε μέχρι τώρα η Τουρκία τον καθορισμό της Υφαλοκρηπίδας (την οποία διαθέτουν και τα νησιά μας) ήταν για να μην τυχόν εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα πετρέλαια του Αιγαίου, όπως π.χ. ανοιχτά της Θάσου.

Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη όμως, υπερκαλύπτει την Υφαλοκρηπίδα και κατοχυρώνει απόλυτα, αναμφισβήτητα, ακλόνητα και χωρίς καμία δυνατότητα νομικής αντίδρασης από την Τουρκία, τα ελληνικά εθνικά και οικονομικά συμφέροντα. Η ΑΟΖ δεν είναι μόνο θέμα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου αποτελεί μια ελληνική ΑΟΖ, στα πρώτα 12 μίλια που είναι κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους ανεξάρτητα αν έχει χωρικά ύδατα 12 ναυτικά μίλια, θα αλιεύουν μόνο οι έλληνες ψαράδες. Στα διεθνή ύδατα, μετά τα 12 μίλια, θα έχουν δικαίωμα αλιείας τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, οι Τούρκοι που αυτή τη στιγμή δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα περιοριστούν καθώς δεν θα δικαιούνται να αλιεύουν εντός της ελληνικής ΑΟΖ.
Τα επιχειρήματα υπέρ της επιμονής στην Υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα είναι αρχαιότερη της ΑΟΖ. Η Υφαλοκρηπίδα νομικά είναι πιο ισχυρή από την ΑΟΖ, που είναι μια ζώνη εθνικής δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών, την οποία διαθέτουν τα κράτη αφής στιγμής διακηρύξουν ότι έχουν. Αντίθετα, Υφαλοκρηπίδα έχουν κληρονομικώ δικαίω όλα τα κράτη. Δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο με ηπειρωτικές ή και νησιωτικές ακτές που να μην έχει ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Υπάρχουν πολλά κράτη, όμως, στον κόσμο που δεν έχουν ΑΟΖ. Το μέγιστο εύρος της ΑΟΖ κάθε κράτους μπορεί να είναι 200 μίλια. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με την ισχύουσα τώρα Σύμβαση των Η.Ε και για την Υφαλοκρηπίδα. Τούτο σημαίνει ότι μόνο όπου η απόσταση των γραμμών από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων αντίπερα χωρών είναι τουλάχιστον 400 μίλια, δεν γεννάται ζήτημα οριοθέτησης. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 74 για την ΑΟΖ είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 83 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι με τη θέσπιση ΑΟΖ το ζήτημα της οριοθέτησης στο Αιγαίο δεν ξεπερνιέται. Και με τις δύο εκδοχές, η οριοθέτηση και χάραξη της ΑΟΖ αντιμετωπίζονται υπό τις ίδιες γεωγραφικές προϋποθέσεις και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για την υφαλοκρηπίδα. Επιπλέον, η γραμμή οριοθέτησης της ΑΟΖ δεν θα διέφερε από τη γραμμή οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, αν τυχόν αυτή είχε προηγηθεί.
Για το ερώτημα εάν η θέσπιση από την Ελλάδα ΑΟΖ ισχυροποιεί τη θέση της ως προς τα νησιά, το άρθρο 121 της Σύμβασης των Η.Ε. αναγνωρίζει στα νησιά και ΑΟΖ. Είναι όμως η ίδια διάταξη (παρ. 2), με την οποία αναγνωρίζεται στα νησιά και η Υφαλοκρηπίδα, όπως επίσης χωρικά ύδατα και συνορεύουσα ζώνη. Άρα η θέσπιση ΑΟΖ δεν προσφέρει πρόσθετη υποστήριξη στο ζήτημα των νησιών, σε σύγκριση με εκείνη που προσφέρει η έννοια της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, δεν υπάρχει απόφαση του διεθνούς Δικαστηρίου η οποία να μην αναγνωρίζει σε νησί Υφαλοκρηπίδα. Τα ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο στα παράκτια κράτη ασκούνται κατά κύριο λόγο στο πεδίο της οικονομίας. Όπως σημειώθηκε, η ΑΟΖ θεσπίζει κυριαρχικά δικαιώματα με αντικείμενο την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διαχείριση, ζωντανών και μη ζωντανών φυσικών πόρων από την επιφάνεια της θάλασσας έως τον βυθό και το υπέδαφός του. Αλλά για τα δικαιώματα με αντικείμενο το βυθό και το υπέδαφός του, δηλαδή για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν προβλέπονται ειδικές για την ΑΟΖ ρυθμίσεις, αλλά ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις για την υφαλοκρηπίδα (Σύμβαση των Η.Ε., άρθρο 56, παρ. 3).
Στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας η άσκηση δικαιωμάτων εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους είναι αποκλειστικά και απόλυτα. Οποιαδήποτε δραστηριότητα τρίτων (κράτους, επιχειρήσεων, ερευνητικών φορέων), εξαρτάται απολύτως από τη συναίνεση του παράκτιου κράτους (άρθρο 77, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Πρόκειται για ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ΑΟΖ. Η θέσπιση της ΑΟΖ παρακολουθείται από ένα πλέγμα όχι μόνο δικαιοδοσιών και δικαιωμάτων, αλλά και υποχρεώσεων, σχετικά με τους ζώντες πόρους, δηλαδή με την αλιεία. Ιδιαίτερη σημασία για το Αιγαίο έχει η πρόβλεψη της Σύμβασης των Η.Ε, (άρθρο 62), ότι το παράκτιο κράτος προσδιορίζει τις δυνατότητές του για την εκμετάλλευση ζώντων πόρων της ΑΟΖ. Στην περίπτωση δε που δεν έχει τη δυνατότητα να αλιεύσει όλο τον επιτρεπόμενο όγκο, παρέχει σε άλλα κράτη πρόσβαση στο πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος. Η συμμετοχή στην εκμετάλλευση αυτού του πλεονάσματος είναι δικαίωμα για δύο κατηγορίες κρατών: α. για γεωγραφικά μειονεκτούντα κράτη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 70 της Σύμβασης και β. για τα κράτη χωρίς ακτές (άρθρο 69, Σύμβ. Η.Ε.).
Το γειτονικό μας κράτος που μπορεί να υπαχθεί στη δεύτερη κατηγορία είναι η ΠΓΔΜ. Η θέσπιση ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στο χωρίς ακτές γειτονικό μας κράτος μια σημαντική νομιμοποίηση: να ζητήσει από την Ελλάδα τον καθορισμό του επιτρεπόμενου αλιεύματος και της δυνατότητάς του να αλιεύει το σύνολό του. Στόχος του αιτήματος θα είναι να παρασχεθεί στο γειτονικό κράτος πρόσβαση στο τυχόν πλεόνασμα αλιεύματος σε ΑΟΖ που θα θεσπιζόταν για το Αιγαίο (άρθρο 62, παρ. 2, Σύμβ. Η.Ε.). Άρνηση της Ελλάδας να καθορίσει το επιτρεπόμενο αλίευμα ή να κατανείμει το τυχόν πλεόνασμα, γεννά διαφορά προς επίλυση (άρθρο 297, παρ. 3β, Σύμβ. Η.Ε.). Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο προσφέρει στην ΠΓΔΜ την απαιτούμενη προϋπόθεση να επικαλεστεί τις προαναφερθείσες διατάξεις της Σύμβασης των Η.Ε., να ζητήσει την τήρησή τους από την Ελλάδα, να προβάλει αμφισβητήσεις ως προς το τυχόν πλεόνασμα και να εγείρει αξιώσεις συμμετοχής. Θα θεμελίωνε έτσι ειδικά οικονομικά συμφέροντα της ΠΓΔΜ στο Αιγαίο.
Το αίτημα για πρόσβαση σε πλεόνασμα του επιτρεπόμενου αλιεύματος έχει περιορισμένη σημασία, όταν είναι δεδομένες και αδιατάρακτες οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ του περίκλειστου και του παράλιου κράτους. Ενδεχομένως αυτή η πρόσβαση να ενισχύει κιόλας υφιστάμενες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Κι ακόμα δεν προσθέτει ζητήματα εάν πρόκειται για θαλάσσια περιοχή ως προς την οποία δεν υφίστανται εκκρεμότητες με τρίτο κράτος. Στην περίπτωση όμως του Αιγαίου δεν συντρέχει καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις. Η στάση των κυβερνήσεων της ΠΓΔΜ στο κρίσιμο θέμα της ονομασίας -με τις προεκτάσεις του- παραμένει αδιάλλακτη. Η θέσπιση λοιπόν ΑΟΖ στο Αιγαίο μπορεί να προσθέσει σ’ αυτά τα ζητήματα και ζήτημα άσκησης αλιευτικών δικαιωμάτων. Ζήτημα που θα συναντούσε στο Αιγαίο το άλλο, το ήδη ανοικτό και κρίσιμης σημασίας ζήτημα της συνεκμετάλλευσης που έχουν γεννήσει οι ισχυρισμοί της Τουρκίας για την ίδια θάλασσα.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982, αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διακηρύξει ως στόχο μια «ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική για τη Μεσόγειο». Εξαιτίας της πολυποικιλότητας υδρολογικών, γεωλογικών, πολιτικών και νομικών συνθηκών στο μεσογειακό χώρο, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη σημασία και την ανάγκη συνεργειών και διαβούλευσης με τρίτα κράτη στην περιοχή. Με αφορμή την απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας εναντίον της κυπριακής ΑΟΖ και μετά από ελληνοκυπριακή διπλωματική κινητοποίηση και στήριξη από τα περισσότερα κόμματα του Ευρωκοινοβουλίου (ΕΛΚ, ΕΣΚ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ), ο αρμόδιος για τη διεύρυνση Επίτροπος, με γραπτή δήλωση, στις 8/9/11, κάλεσε την Τουρκία «να απόσχει από οποιαδήποτε απειλή, αντιπαράθεση ή άλλη ενέργεια που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις καλές σχέσεις και την επίλυση συνοριακών διαφορών».
Η ανακοίνωση αναφέρει ότι «η Επιτροπή επανέρχεται συνεχώς σε τέτοια θέματα στις διαβουλεύσεις της με την Τουρκία και θα συνεχίσει να παρακολουθεί την προσήλωση της Τουρκίας στην αρχή των καλών σχέσεων», υπενθυμίζει τη σημασία που αποδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο ζήτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με όλα τα κράτη – μέλη, περιλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας και επαναβεβαιώνει «όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών, που περιλαμβάνουν τη σύναψη διμερών συνθηκών, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο και το Διεθνές Δίκαιο, περιλαμβανομένου του Δικαίου της Θάλασσας».

.........................................................................................................................................................................




                      ΑΟΖ -ΝΙΚΟΣ  ΛΥΓΕΡΣ

===============================

  ΑΟΖ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ  ΜΑΖΗΖ

=============================================

 ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ  ΠΟΛΙΤΙΗ - ΕΘΝΙΚΑ  ΘΕΜΑΤΑ-

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ - ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ  ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ

============================================

 ΒΛΕΨΕΙΣ  ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΕ  ΒΑΡΟΣ  ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ-

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ  ΓΙΑΛΟΥΡΙΔΗΣ

================================================

 ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ

Πέτρος Ι. Μηλιαράκης
Βραχύ βιογραφικό στην παρουσία του ως επιστήμονα (της θεωρίας και της πράξης) και στη παρουσία του ως ενεργού πολίτη
• ως νομικός της πράξης
   Ο Πέτρος Μηλιαράκης, ως νομικός της πράξης, στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας –Ένωσης, δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (E.C.H.R. και C.F.I. - G.C/E.U), ενώ χειρίζεται και προσφυγές ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Commission).
   Στο επίπεδο της εσωτερικής έννομης τάξης, δικηγορεί ενώπιον των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ, ΣτΕ και ΕλΣ)  με κύριο αντικείμενο τις υποθέσεις Συνταγματικού Δικαίου, Διοικητικού Δικαίου και Δημοσιονομικού Δικαίου






το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας[1] -
με αναφορά στην ΑΟΖ
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα στις 7/6/2012

  • προσλαμβάνουσες παραστάσεις
γενική εισαγωγή
            Κρίσιμα ζητήματα εγείρονται αναφορικώς με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) σε σχέση με τα Εθνικά Ελληνικά Ζητήματα που εστιάζονται στον όρο, στο περιεχόμενο και στο οικονομικό μέλλον της πλουτοπαραγωγικής αυτής πηγής. Με τη Συνθήκη του Montego-Bay της Ιαμαϊκής κωδικοποιήθηκε το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας σε νέο συμβατικό κείμενο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Αποτελείται δε από 320 άρθρα και 9 παραρτήματα. Δηλαδή αναφέρομαι σε μακροσκελέστατο κείμενο.
            Το συμβατικό αυτό κείμενο υιοθετήθηκε με μεγάλη πλειοψηφία, ενώ καταψηφίστηκε από τέσσερα (4) Κράτη: τις Η.Π.Α., το Ισραήλ, την Τουρκία και τη Βενεζουέλα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αποχή δήλωσαν: Α) η (τότε) Σοβιετική Ένωση με τους δορυφόρους του (τότε) Ανατολικού Μπλοκ και Β) επτά (7) Δυτικά Κράτη: το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η (τότε) Δυτική Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ταϋλάνδη.
            Υπ’ όψιν ότι η πρόνοια ήταν (βλ. άρθρο 308) να τεθεί η Σύμβαση σε ισχύ με την παρέλευση ενός έτους από την επικύρωσή της από 60 Κράτη. (Υπ’ όψιν, προς αποφυγήν λαθών ορολογίας, ότι οι Διεθνείς Συμβάσεις επικυρώνονται στο διεθνές πεδίο και κυρώνονται στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά τούτο δε σφάλει το Ελληνικό Σύνταγμα -όπως υποστηρίζεται ομοφώνως στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου).
τα ιστορικά δεδομένα
            Οι βασικές Αρχές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας έχουν τη ρίζα τους στο εθιμικό Διεθνές Δίκαιο και διαμορφώθηκαν κυρίως από την πρακτική των μεγάλων ναυτικών Κρατών. Οι βασικές αυτές Αρχές αφορούν:
α) Στην Αρχή της Ελευθερίας της Ανοιχτής Θάλασσας, όπου γίνεται παγίως δεκτό ότι η Θάλασσα που βρίσκεται πέρα από την Αιγιαλίτιδα Ζώνη είναι ελεύθερη για όλα τα Κράτη.
Εδώ επισημειώνω ότι κανένα Κράτος δεν μπορεί να ασκεί κυριαρχία στην ανοιχτή θάλασσα. Όμως πράξεις εξουσίας είναι επιτρεπτές μόνο σε πλοία που φέρουν τη σημαία του.
           β) Στην Αρχή της Πλήρους Κυριαρχίας στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη ή στα Χωρικά Ύδατα.
Η Αρχή αυτή καθιερώθηκε πρωτίστως για λόγους άμυνας και ασφάλειας των παράκτιων Κρατών. Αξιοσημείωτο είναι ότι το εύρος-πλάτος της χωρικής θάλασσας αποτελούσε συνάρτηση του βεληνεκούς των επάκτιων πυροβόλων, τα οποία είχαν βεληνεκές τρία (3) ναυτικά μίλια. Το πλάτος αυτό αργότερα επεκτάθηκε σε έξι (6) και στη συνέχεια σε δώδεκα (12) ναυτικά μίλια. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι μερικά Κράτη της Νότιας Αμερικής «υποστήριξαν» και τα διακόσια (200) ακόμη ναυτικά μίλια.
[Ειδικότερα για τη Χώρα μας, θα πρέπει να επισημειωθεί ότι υπάρχουν δύο (2) διαφορετικές ρυθμίσεις. Η μια αφορά στη χωρική θάλασσα που είναι στα έξι (6) ναυτικά μίλια, και η άλλη στον εναέρχιο χώρο που είναι στα δέκα (10) ναυτικά μίλια. Η πρώτη ως ρύθμιση έλαβε χώρα το 1936 και η δεύτερη το 1931.]
γ) Στην Αρχή της Αβλαβούς Διέλευσης μέσα από τη Χωρική Θάλασσα (Innocent passage).
Σύμφωνα με την Αρχή αυτή, διευκολύνεται η Διεθνής Ναυσιπλοΐα. Με βάση την Αρχή αυτή γίνεται δεκτό ότι κάθε ξένο πλοίο, είτε αυτό είναι εμπορικό, είτε αυτό είναι πολεμικό, έχει το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης από τα Χωρικά Ύδατα άλλων Κρατών, χωρίς να προσβάλλεται η κυριαρχία του παράκτιου Κράτους.
Μερικά Κράτη (σ’ αυτό συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία), αποδέχονται το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης. Απαιτούν όμως για τη διέλευση αυτή να προηγείται γνωστοποίηση ή άδεια. Ενταύθα στα πλαίσια της Αρχής της Αμοιβαιότητας θα πρέπει και η Ελλάδα να απαιτεί τέτοιες άδειες και γνωστοποιήσεις σ’ όσα Κράτη της Διεθνούς Κοινότητας απαιτούν αντίστοιχη ενημέρωση.
Ωστόσο, η αβλαβής διέλευση δεν είναι αυθαίρετη, καθόσον θα πρέπει να ακολουθείται πάντοτε η συντομότερη οδός, να μην γίνονται διακοπές ως προς τον εκάστοτε πλου, όπως δεν πρέπει να γίνονται και άσκοπες περιπλανήσεις. Δηλαδή: η Αρχή της Αβλαβούς Διέλευσης δεν είναι δεκτική προκλήσεων. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα υποβρύχια και τα άλλα βαθυσκάφη έχουν την υποχρέωση της διέλευσης εν αναδύσει και όχι εν καταδύσει.
Τα προαναφερόμενα που αφορούν στο εθιμικό κυρίως Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας είχαν κωδικοποιηθεί με τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1958, όπου κωδικοποιούνται για πρώτη φορά:
  1. 1)Η Σύμβαση για τη Χωρική Θάλασσα και τη Συνορεύουσα Ζώνη
  2. 2)Η Σύμβαση για την Ανοιχτή Θάλασσα
  3. 3)Η Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα και
  4. 4)Η Σύμβαση για την αλιεία και την προστασία των βιολογικών πόρων στην Ανοιχτή Θάλασσα.
Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, παρατηρούνται τα παρακάτω:
1) Ως προς την Χωρική Θάλασσα (Αιγιαλίτιδα Ζώνη) και τη Συνορεύουσα Ζώνη, ιδρύεται η κυριαρχία του Κράτους. Με την έμμεση όμως καθιέρωση της Αρχής μη επέκτασης πέραν των δώδεκα (12) ναυτικών μιλίων (βλ. άρθρο 24 παρ. 2), των χωρικών υδάτων, με συνέπεια να μην υπάρξει ενιαίος κανόνας ως προς το πλάτος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης για όλα τα Κράτη. Ενταύθα πρέπει να επισημειωθεί ότι συμβιβαστική λύση είχε προταθεί από τις ΗΠΑ και τον Καναδά με βάση τον κανόνα έξι (6) συν έξι (6) ναυτικά μίλια. Δηλαδή έξι (6) μίλια Αιγιαλίτιδας Ζώνης και έξι (6) μίλια αλιευτικής ζώνης –πράγματα όμως που τελικώς δεν έγιναν δεκτά. (Η Συνορεύουσα Ζώνη παγίως αφορά άσκηση τελωνειακών, φορολογικών και υγειονομικών ελέγχων.)
            2) Ως προς την Ανοιχτή Θάλασσα, η Σύμβαση της Γενεύης καθιέρωσε την ελευθερία της ναυσιπλοΐας, την ελευθερία της αλιείας, την ελευθερία της τοποθέτησης υποβρύχιων καλωδίων και σωληναγωγών καθώς και την ελευθερία των υπερπτήσεων. Μάλιστα οι προαναφερόμενες ελευθερίες είναι ενδεικτικές, καθόσον σ’ αυτές εθιμικώς προστίθενται: α) η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας στην ανοιχτή θάλασσα και β) η ελευθερία τέλεσης των ναυτικών γυμνασίων.
3) Ως προς την Υφαλοκρηπίδα. Η Σύμβαση της Γενεύης καθιέρωσε (για πρώτη φορά) και την έννοια-θεσμό της Υφαλοκρηπίδας. Τυποποίησε έτσι για πρώτη φορά το θεσμό αυτό, «σε «συμμόρφωση» της από το 1945 μονομερούς δήλωσης του Προέδρου των ΗΠΑ (Τρούμαν) με την οποία οι ΗΠΑ διακήρυξαν από καθέδρας ότι οι φυσικοί πόροι του βυθού της υφαλοκρηπίδας που βρίσκεται κάτω από την ανοιχτή θάλασσα, αλλά παράκεινται στις ακτές των ΗΠΑ, ανήκουν στις ΗΠΑ και υπάγονται τόσο στη δικαιοδοσία τους όσο και στο έδαφός τους.
Σύμφωνα με την έννοια της υφαλοκρηπίδας κατά την Σύμβαση της Γενεύης, η υφαλοκρηπίδα αποτελείται από τον βυθό και το υπέδαφος που εκτείνεται πέρα από τη χωρική θάλασσα, αλλά μέχρι το βάθος των διακοσίων (200) μέτρων. Ωστόσο, το βάθος αυτό είναι (ήταν) ενδεικτικό, γιατί μπορεί (μπορούσε) να επεκταθεί η «υφαλοκρηπίδα» και πέραν του ορίου αυτού εφόσον είναι (ήταν) δυνατή με τεχνικούς όρους η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πυθμένα της θάλασσας.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης περί υφαλοκρηπίδας, τα στοιχεία που προσδιόριζαν τα κριτήρια για τα δικαιώματα επ’ αυτής ήταν το σταθερό σημείο των διακοσίων μέτρων και το κριτήριο της εκμετάλλευσης. Τα διακόσια (200) μέτρα δηλαδή αφορούσαν σταθερό σημείο αναφοράς, ενώ το κριτήριο της εκμετάλλευσης σχετικοποιούσε το εύρος της κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας.
Στην υφαλοκρηπίδα το παράκτιο Κράτος, κατά τη Σύμβαση της Γενεύης δεν ασκεί (ασκούσε) πλήρη κυριαρχία όπως στην αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά μόνο κυριαρχικά δικαιώματα για εξερεύνηση και εκμετάλλευση. Δηλαδή η κυριαρχία, κατά τη Σύμβαση αυτή, περιοριζόταν μόνο σε οικονομικούς όρους και σκοπούς.
η σύμβαση του Montego-Bay της Ιαμαϊκής
Το ισχύον σήμερα Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ρυθμίζει πρωτίστως α) την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, β) τη Συνορεύουσα Ζώνη, γ) την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), δ) την Υφαλοκρηπίδα, ε) την Ανοιχτή Θάλασσα, στ) τη Ζώνη των Διεθνών Βυθών ζ) την έννοια των Αρχιπελαγικών Κρατών, η) τις κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες και τέλος θ) την επίλυση των διαφορών.
Στο παρόν κείμενο αναφέρομαι ενημερωτικώς (και δια βραχέων) στα πρώτα ζητήματα, δηλαδή: α) στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη, β) στη Συνορεύουσα Ζώνη, γ) στην ΑΟΖ και δ) στην Υφαλοκρηπίδα. (Επιφυλάσσομαι δε να επανέλθω και στα υπόλοιπα).
Το ισχύον σήμερα Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ρυθμίζει τα εξής:
1)Αιγιαλίτιδα Ζώνη.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη και πάγια Αρχή ότι το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης μπορεί να είναι μέχρι το δώδεκα (12) ναυτικά μίλια.
Η Αρχή των δώδεκα (12) ναυτικών μιλίων έχει πλέον καθολική παραδοχή και δεν υφίσταται επ’ αυτού η παραμικρή αμφιβολία. Ιδιαιτέρως γίνεται επισημείωση ενταύθα ότι για την οριοθέτηση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μεταξύ γειτονικών Κρατών, ισχύει ο κανόνας της Μέσης Γραμμής και επουδενί ο κανόνας της Επιείκειας ή άλλως της Equity.
Με βάση την Αρχή αυτή η ρύθμιση που αφορά στο καθεστώς τόσο των στενών της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας όσο και της Ελεύθερης Ναυσιπλοΐας (Transit Passage), καθιερώνεται η ελεύθερη διέλευση ως εάν πρόκειται για ανοιχτή θάλασσα, ενώ τα υποβρύχια θα έχουν το δικαίωμα της εν καταδύσει διέλευσης και τα ξένα αεροσκάφη, είτε πολιτικά είναι αυτά είτε στρατιωτικά, έχουν το δικαίωμα των υπερπτήσεων των στενών, χωρίς σχετική άδεια.
Αξίζει όμως εδώ να αναφερθούμε ποια είναι τα στενά της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη (βλ. άρθρο 37), στενά της ελεύθερης ναυσιπλοΐας είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη Διεθνή Ναυσιπλοΐα, εφόσον συνδέουν τμήμα της ανοιχτής θάλασσας ή ΑΟΖ με άλλο τμήμα ανοιχτής θάλασσας ή ΑΟΖ. Δηλαδή: για τον καθορισμό των στενών της ελεύθερης ναυσιπλοΐας λαμβάνεται υπ’ όψιν και το λειτουργικό στοιχείο και το γεωγραφικό στοιχείο. Τη νέα αυτή ρύθμιση για τα στενά την επέβαλαν οι υπερδυνάμεις, δηλαδή οι ΗΠΑ και η (τότε) Σοβιετική Ένωση, και έτσι εξασφαλίστηκε η ανεμπόδιστη κίνηση ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων κυρίως των πιο ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της Υφηλίου.
Εδώ θα πρέπει να επισημειωθεί ότι λόγω της γεωγραφικής ιδιομορφίας του Αιγαίου, η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι καταρχήν ευνοϊκή. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η Ελληνική Αντιπροσωπεία κατέθεσε επί τούτω δήλωση, αυστηροποιώντας την προαναφερόμενη ελευθερία διελεύσεων. Η δήλωση αυτή διευκρινίζει ότι: «σε περιοχές όπου είναι κατασπαρμένα πολυάριθμα νησιά τα οποία σχηματίζουν πληθώρα εναλλακτικών στενών εξυπηρετούντων ουσιαστικώς μια και την αυτή οδό Διεθνούς Ναυσιπλοΐας, η Ελλάς αντιλαμβάνεται ότι το οικείο παράκτιο Κράτος έχει την ευθύνη όπως προσδιορίζει τον ή τους διαδρόμους εκείνους, μέσω των εναλλακτικών τούτων στενών δια των οποίων τα πλοία και τα αεροσκάφη τρίτων Χωρών θα δύνανται να διακινούνται υπό καθεστώς Transit Passage, κατά τρόπο ώστε αφενός μεν να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας και Αεροπλοΐας μέσω της υπόψη περιοχής, αφετέρου δε να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις ασφαλείας τόσο των διερχομένων πλοίων ή αεροσκαφών όσο και του παρακτίου κράτους».
2) Η Συνορεύουσα Ζώνη
Η Συνορεύουσα Ζώνη με τη Σύμβαση του Montego-Bay της ΙαμαΪκής έχει υποστεί μια διαφοροποίηση και ως προς το εύρος και ως προς τις αρμοδιότητες που αφορούν στο παράκτιο Κράτος.
Στη Σύμβαση της Γενεύης το άθροισμα έκτασης της χωρικής θάλασσας και της συνορεύουσας ζώνης δεν ήταν δυνατόν να υπερβαίνει τα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια, δηλαδή όσο είναι σήμερα η χωρική θάλασσα.
Σύμφωνα όμως με το ισχύον δίκαιο του Montego-Bay η Συνορεύουσα Ζώνη μπορεί να εκτείνεται μέχρι τα είκοσι τέσσερα (24) ναυτικά μίλια. Δηλαδή ένα Κράτος που έχει Αιγιαλίτιδα Ζώνη δώδεκα (12) ναυτικά μίλια έχει Συνορεύουσα Ζώνη άλλα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια, ενώ ένα Κράτος που έχει Αιγιαλίτιδα Ζώνη έξι (6) ναυτικά μίλια, μπορεί να έχει Συνορεύουσα Ζώνη δέκα οκτώ (18) ναυτικά μίλια.
Οι αρμοδιότητες που ασκούνται εντός της Συνορεύουσας Ζώνης επεκτάθηκαν πέραν του τελωνειακού, του φορολογικού, του υγειονομικού και του μεταναστευτικού ελέγχου, και σε προστασίες που αφορούν τα έννομα αγαθά των Αρχαιολογικών και Ιστορικών Θησαυρών εφόσον ευρίσκονται στο βυθό της Ζώνης (βλ. άρθρο 303 της Σύμβασης). Η επέκταση του ελέγχου που αφορά στους Ιστορικούς και Αρχαιολογικούς Θησαυρούς οφείλεται σε παρέμβαση της Ελληνικής Αντιπροσωπείας.
3) Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)
Εδώ πρέπει να επισημειωθεί εξ αρχής ότι πρόκειται για απολύτως νέο Θεσμό –εξού λόγου και απαιτείται η διερεύνηση όλων των δεδομένων που τον αφορούν.
Η θεσμοθέτησή της ΑΟΖ προδήλως βέβαιον είναι ότι επηρεάζει τα δικαιώματα των Κρατών, καθόσον λειτουργεί σε βάρος της ανοιχτής θάλασσας, περιορίζοντας έτσι τις παραδοσιακές ελευθερίες επί της ανοιχτής θάλασσας.
Η έκταση της ΑΟΖ αφορά διακόσια (200) ναυτικά μίλια. Κατ’ ακρίβεια αφορά εκατόν ογδόντα οκτώ (188) ναυτικά μίλια εάν αφαιρέσουμε τα δώδεκα (12) ναυτικά μίλια της καθιερωμένης Αρχής της έκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης ή άλλως του εύρους των Χωρικών Υδάτων.
Το εντυπωσιακό δεδομένο της ΑΟΖ είναι ότι κατ’ ουσίαν απορροφά το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Εξαίρεση μπορεί να υπάρχει ώστε να μην συμπίπτει η ΑΟΖ με την υφαλοκρηπίδα, μόνο εάν η υφαλοκρηπίδα μπορεί να υπερβαίνει τα διακόσια (200) ναυτικά μίλια.
Δηλαδή: εάν η υφαλοκρηπίδα είναι διακόσια πενήντα (250) ναυτικά μίλια, στα διακόσια (200) ναυτικά μίλια ή άλλως στα εκατόν ογδόντα οκτώ (188) ναυτικά μίλια -πέραν των χωρικών υδάτων, ισχύει το καθεστώς της ΑΟΖ με απορρόφηση της υφαλοκρηπίδας. Από τα διακόσια (200) όμως ναυτικά μίλια έως τα διακόσια πενήντα (250) ναυτικά μίλια ισχύει το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας.
Η ΑΟΖ συνεπάγεται κυριαρχικά δικαιώματα και ως προς την έρευνα και ως προς την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που αφορούν ακόμη και τα υπερκείμενα ύδατα. Δηλαδή αφορά ευθέως και στην αλιεία. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι γίνεται αυτοτελώς εκμετάλλευση και αυτών καθ’ εαυτών των υδάτων. Εάν δηλαδή είναι δυνατόν να προκύψει ενέργεια και από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους, τότε επιτρέπεται η εκμετάλλευσή τους.
Εντυπωσιακό στοιχείο ως προς την ΑΟΖ είναι και το ό,τι το παράκτιο Κράτος έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα όχι μόνο να τοποθετεί και να χρησιμοποιεί τεχνητές νήσους και άλλες εγκαταστάσεις, αλλά έχει ταυτοχρόνως και το δικαίωμα να διεξάγει και επιστημονικές έρευνες και να λαμβάνει πρόνοιες που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος από τη ρύπανση.
Βεβαίως η ΑΟΖ δεν παρεμποδίζει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα ούτε τις ελεύθερες υπερπτήσεις, ούτε και τις τοποθετήσεις καλωδίων. Ωστόσο, λόγω του ιδιότυπου καθεστώτος που κατά το ένα μέρος δεν είναι Αιγιαλίτιδα Ζώνη και κατά το άλλο μέρος ούτε Ανοιχτή Θάλασσα, η ΑΟΖ (κατά τη γνώμη μου) είναι δεκτική πολλαπλών νομικών ερμηνειών αλλά και καταστάσεων εξ αιτίας της πρακτικής των Κρατών.
Εκείνο όμως που έχει τεράστια νομικοπολιτική σημασία είναι ότι σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα (όπου τα δικαιώματα του παράκτιου Κράτους ιδρύονται αυτοδικαίως), τα δικαιώματα επί της ΑΟΖ δεν ιδρύονται αυτοδικαίως. Ως εκ τούτου απαιτείται διακήρυξη του κυρίαρχου και παράκτιου Κράτους.
Ενταύθα αξίζει ρητώς να προσεχθεί ότι η μη καθιέρωση της ΑΟΖ δεν θίγει τα δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας. Σε κάθε περίπτωση όμως και κατά τρόπο αδιστάκτως βέβαιον, το ζήτημα της ΑΟΖ έχει ύψιστη νομικοπολιτιή και οικονομική σημασία και αξία.
4) Υφαλοκρηπίδα
Η Σύμβαση της Γενεύης που καθιέρωσε την έννοια και το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας έχει υποστεί ριζική ανατροπή, καθόσον το κριτήριο των διακοσίων (200) μέτρων βάθους που αποτελούσε την προϋπόθεση εκμετάλλευσης έχει καταργηθεί.
Αντί του κριτηρίου των διακοσίων (200) μέτρων ως προς το βάθος, η υφαλοκρηπίδα έχει υποστεί νέες ρυθμίσεις. Από τις νέες δε ρυθμίσεις προκύπτει η καταρχήν ταύτιση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Η υφαλοκρηπίδα όμως μπορεί να επεκταθεί και πέραν των διακοσίων (200) ναυτικών μιλίων που αφορά στην ΑΟΖ, με κριτήριο το υφαλοπλαίσιο (continental margin).
Εδώ τίθεται και ένα ζήτημα που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως: ότι δηλαδή η υφαλοκρηπίδα μπορεί να φτάσει (βλ. άρθρο 76) μέχρι και τα 350 ναυτικά μίλια ή άλλως την απόσταση των 100 ναυτικών μιλίων, πέρα από τα ισοβαθή των 2.500 μέτρων.
Συνεπώς τα κριτήρια που εισάγονται (από τη Συνθήκη του Montego-Bay) όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα είναι αφενός μεν εκείνα που ανάγονται στην απόσταση των 200 ναυτικών μιλίων, και αφετέρου εκείνα που αφορούν στο υφαλοπλαίσιο. (Ειδικώς ως προς το υφαλοπλαίσιο πρέπει να υφίστανται πάντοτε ιδιαίτερες τεχνικές μελέτες και έρευνες. Αναφέρομαι στο απαράδεκτο –κατά τη γνώμη μου- επιχείρημα της Τουρκίας, ότι τα νησιά του Αιγίου είναι εξάρσεις της Ηπειρωτικής Τουρκίας.)
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε δια βραχέων στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Η Σύμβαση της Γενεύης προέβλεπε αρχικώς συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων Μερών και σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας προέβλεπε την εφαρμογή της μέσης γραμμής, εκτός εάν άλλες περιστάσεις δικαιολογούσαν την απόκλιση αυτή (π.χ. την ύπαρξη μεγάλου νησιωτικού πλέγματος, όπως είναι το Αιγαίο).
Στη νέα ρύθμιση που αφορά τόσο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας όσο και την οριοθέτηση της ΑΟΖ (βλ. άρθρα 84 και 81) και πάλι προνοείται η σύναψη συμφωνίας, πάντοτε όμως σε εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου με αναφορά στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με σκοπό την ύπαρξη «δίκαιης λύσης».
Η νέα αυτή ρύθμιση χαρακτηρίζεται αρχικώς από το «στοιχείο της ουδετερότητας», καθόσον δεν περιέχει κανόνες οριοθέτησης όπως π.χ. της μέσης γραμμής, αλλά παραπέμπει σε εφαρμογή άλλων γενικότερων Αρχών, όπως εκείνων της Επιείκειας.
Ωστόσο, η Χώρα μας θα πρέπει κυρίως να επισημαίνει την εκ προοιμίου εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και πρωτίστως ότι η νέα Σύμβαση ρητώς απονέμει στα νησιά πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας. Ως εκ τούτου και η νέα Σύμβαση έχει ταυτότητα νομικού λόγου με τη Σύμβαση της Γενεύης με μόνη διαφορά ότι οι Βραχονησίδες που δεν μπορούν να κατοικηθούν ή δεν έχουν ίδια οικονομική ζωή, στερούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ενώ ευθέως δικαιούνται να έχουν Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη.
Με τούτα τα δεδομένα και ενώ εξ αρχής μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατόν η Αρχή της Επιείκειας να λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας, τα προαναφερόμενα που εδράζονται ευθέως τόσο στο Διεθνές Δίκαιο όσο και στις ρητές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Montego-Bay της Ιαμαϊκής και που αφορούν τόσο στην Υφαλοκρηπίδα όσο και στις δυνάμενες να κατοικηθούν Βραχονησίδες, συνιστούν ικανότατο και ισχυρότατο οπλοστάσιο για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαιωμάτων –και συμφερόντων.
Ενταύθα αξίζει να επισημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 38 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το διεθνές αυτό δικαιοδοτικό Όργανο εφαρμόζει: α) Διεθνείς Συνθήκες εφόσον ρητώς αναγνωρίζονται από τα αντίδικα Κράτη, β) Διεθνή Έθιμα, ως αποτελούντα απόδειξη γενικής πρακτικής και παραδοχής ισοδύναμης κανόνα δικαίου και γ) τις γενικές Αρχές του Δικαίου τις οποίες αποδέχονται τα πολιτισμένα έθνη. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο διεθνή κανόνα δικαίου ουδόλως θίγεται η εξουσία του Δικαστηρίου να δικάζει κατά το ορθό και ίσο (δηλαδή ex aequo et bono), εφόσον όμως τα Κράτη συμφωνούν για μια τέτοια λύση.
Συνεπώς: μόνο με τη «θέληση της Ελλάδας» μπορεί να θιγούν εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα. Τέτοιο «δικαίωμα» όμως ουδείς έχει! Και κυρίως καμία πολιτική «δύναμη» και πρωτίστως καμιά Ελληνική Κυβέρνηση είναι δυνατόν να υποστηρίξει ή και να εφαρμόσει πολιτικές σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Αντιθέτως η υπεράσπιση της ΑΟΖ κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο είναι πατριωτικό καθήκον!

07/6/2012


[1] Βλ. αντί πολλών: Ε.Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, ΙΙ, 1982, σελ. 79 και επ. Κ.Οικονομίδης, Θέματα Διεθνούς Δικαίου και Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, 1993, σελ. 17 και επ., Π.Μηλιαράκης, Σύγχρονα Θέματα Διπλωματίας Διεθνούς Οικονομίας και Διεθνούς Δικαίου, 1982, σελ. 102 και επ., I.Brownlie, Basic Documents in International Law (Thirtd Edition), 1983, σελ. 127 και επ., R.M.M.Wallace-O.Martin-Ortega, International Law, (Sixth Edition), 2009, σελ. 152 και επ. 
===================================================================


  ΤΟ  ΔΙΚΑΙΟ   ΤΗΣ   ΘΑΛΑΣΣΑΣ
================================================

Δεν υπάρχουν σχόλια: