Σελίδες

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ  ΤΟΥ  ΥΠΟΥΡΓ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

=================================================

Τουρκία

Υπάρχει εκατέρωθεν εκπροσώπηση σε επίπεδο Πρεσβειών. Επίσης λειτουργούν έμμισθες προξενικές αρχές και στις δυο χώρες, στην Τουρκία σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Αδριανούπολη και στην Ελλάδα σε Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή και Ρόδο.

Πολιτικές Σχέσεις

Από τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830) μέχρι σήμερα οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις πέρασαν από πολλές φάσεις και διακυμάνσεις, από περιόδους σύγκρουσης, έντασης, ύφεσης αλλά και συνεργασίας.

Με το πλέγμα των Συμφωνιών της Λωζάννης (1923) τερματίσθηκε μία οδυνηρή, και για τον
Ελληνισμό της Τουρκίας, δεκαετής πολεμική περίοδος. Το εν λόγω πλέγμα συμφωνιών, που συμπεριελάμβανε, μεταξύ άλλων, υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, αποτελεί το βασικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις και το εδαφικό καθεστώς των δύο χωρών.

Η δεκαετία του ’30 χαρακτηρίζεται από τις εμπνευσμένες προσπάθειες των ηγετών των δύο χωρών, Ελευθερίου Βενιζέλου και Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, προς εγκαθίδρυση φιλικών σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.

Ωστόσο, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 κυριάρχησαν στις σχέσεις των δύο χωρών αφενός το Κυπριακό και αφετέρου οι διωγμοί κατά της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 και τις μαζικές απελάσεις του 1964, που είχαν ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό της.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 αρχίζει μια παρατεταμένη φάση έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, που διαρκεί μέχρι σήμερα, με δύο κύριους άξονες:
  • την προσπάθεια αναθεώρησης και μεταβολής από την Τουρκία του εδαφικού status quo που αποκρυσταλλώθηκε στη Λωζάννη και σε άλλες διεθνείς συνθήκες και του νομικού καθεστώτος του θαλάσσιου και εναέριου χώρου που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο, με την έγερση αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Ελλάδας, και
  • την εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή, με στρατιωτικές δυνάμεις, του βόρειου τμήματός της (Ιούλιος 1974), η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο χωρών ακροβάτησαν, ορισμένες φορές στο χείλος της ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996), με αφορμή τις αβάσιμες και αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις της Τουρκίας.

Το 1999, συνεκτιμώντας τα χρονίζοντα προβλήματα και με αφορμή τους καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν τις δύο χώρες, δρομολογήθηκε η διαδικασία της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης, η οποία στο διμερές επίπεδο κινήθηκε σε τρεις άξονες:
  • Στην ανάπτυξη της διμερούς συνεργασίας στον τομέα της λεγόμενης χαμηλής πολιτικής, δηλαδή εκεί όπου δεν υπάρχει αντιπαράθεση (οικονομία και εμπόριο, τουρισμός, πολιτισμός κοινωνία πολιτών κλπ.). Δημιουργήθηκε ένα συμβατικό πλαίσιο που αποτελείται από 25 περίπου συμφωνίες και άρχισε η λειτουργία κοινών Επιτροπών και ομάδων εργασίας υπό τον γενικό συντονισμό και την περιοδική αξιολόγηση της Κατευθυντήριας Επιτροπής. Το σχήμα αυτό λειτουργεί ικανοποιητικά.
  • Στη μείωση της έντασης, κυρίως της στρατιωτικής, με τη βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος και των επαφών μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών, μέσω της υιοθέτησης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Μέχρι σήμερα έχουν συμφωνηθεί και εφαρμόζονται 29 τέτοια μέτρα.
  • Στη διερεύνηση των δυνατοτήτων για μια συμφωνημένη διευθέτηση του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, μέσω διερευνητικών επαφών.
Η διαδικασία προσέγγισης εκφράστηκε και στο πλαίσιο της σταθερής υποστήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος.

Από τον Οκτώβριο του 2009, η νέα ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε ένας νέος μηχανισμός προώθησης και διάρθρωσης της συνεργασίας των δυο χωρών στους τομείς της χαμηλής πολιτικής: το
Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (High Level Cooperation Council – HLCC), η σύσταση του οποίου εγκαινιάστηκε κατά την επίσκεψη στην Αθήνα του Τούρκου Πρωθυπουργού κ. Erdogan, στις 14 Μαΐου 2010.

Την 4η Μαρτίου 2013, πραγματοποιήθηκε, στην Κωνσταντινούπολη, η δεύτερη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, υπό την προεδρία των Πρωθυπουργών, με τη συμμετοχή Υπουργών και από τις δύο χώρες. Στο πλαίσιο των εργασιών του δεύτερου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας υπεγράφησαν
25 κείμενα συμφωνιών στον τομέα της υγείας, του τουρισμού, της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, της αθλητικής συνεργασίας, της γυναικείας επιχειρηματικότητας κ.α.. Πρόκειται για τομείς που άπτονται ζητημάτων της καθημερινής ζωής των πολιτών των δύο κρατών.
 

Για πληροφορίες σχετικά με τις διμερείς οικονομικές σχέσεις, μπορείτε να επισκεφθείτε τη σχετική σελίδα της διαδικτυακής Πύλης AGORA
Γραφείο ΟΕΥ Αγκυρας
Γραφείο ΟΕΥ Κωνσταντινούπολης
 

Χρήσιμες Πληροφορίες

Σχετικά με την υποχρέωση (ή μη) κατοχής θεώρησης εισόδου για Έλληνες πολίτες που επιθυμούν να ταξιδέψουν στη Τουρκία, δείτε εδώ...

Σχετικά με την υποχρέωση (ή μη) κατοχής θεώρησης εισόδου για πολίτες της  Τουρκίας  που επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, δείτε εδώ...
 

==================================================================


Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Τουρκία εγκαινίασε μια συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των διεθνών αρμοδιοτήτων της Ελλάδας στον θαλάσσιο, νησιωτικό και εναέριο χώρο.

Σκοπός της νεοπαγούς αυτής τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας ήταν και είναι η μεταβολή του εδαφικού status quo, που προβλέπεται σε διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, καθώς και του νομικού καθεστώτος στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο που πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και δη το ισχύον δίκαιο της θάλασσας.

Η έναρξη της πολιτικής αυτής, η οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο έντασης στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις που διαρκεί μέχρι σήμερα, σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το 1973 και της πρώτης αμφισβήτησης του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου το 1975.

Η νέα αυτή τουρκική πολιτική κατά της Ελλάδας συνέπεσε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και την κατοχή του βόρειου τμήματός της (Ιούλιος 1974), που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με καθοριστικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών και στην επαύξηση της έντασης.

Έκτοτε η Τουρκία άρχισε να πλέκει έναν καμβά συνεχώς αυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που έφεραν τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996).

Με άξονα τη διαφορά για την
οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (1973), και την κρίση που επακολούθησε φέρνοντας τις δύο χώρες σε έντονη αντιπαράθεση,  της οποίας επιλήφθηκε τελικώς, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία άρχισε σταδιακά να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική των επαυξανόμενων αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων που σταδιακά περιέλαβε:
•    αμφισβήτηση του νομίμου και κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας, με απειλή πολέμου (casus belli), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας και όπως έχει πράξει το σύνολο σχεδόν των παράκτιων κρατών της διεθνούς κοινότητας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων,
•    αμφισβήτηση του εύρους του
ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη,
•    αμφισβήτηση της
ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών (καινοφανής θεωρία γκρίζων ζωνών) και παραβίασή της ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων,
•    αμφισβήτηση των
θαλάσσιων συνόρων
•    αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO, και η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας,
•    αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα
έρευνας και διάσωσης και
•    απαίτηση της Τουρκίας για
αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Τις προαναφερόμενες αμφισβητήσεις, η Τουρκία προωθεί στην πράξη με μεθόδους και πρακτικές που αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (απειλή πολέμου, βίαιες παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου που πραγματοποιεί ακόμα και με οπλισμένα μαχητικά αεροσκάφη και μάλιστα υπεράνω κατοικημένων νησιών κλπ.).

Πώς απαντά η Ελλάδα στην τουρκική στάση; Η Ελλάδα είναι αυστηρώς προσηλωμένη στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Η προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο δεν είναι θεωρητική, αλλά έμπρακτη, αφού η Ελλάδα έχει αποδεχθεί με δήλωσή της τη
γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με εξαίρεση τις διαφορές που σχετίζονται με τη λήψη στρατιωτικών μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους ασφαλείας και αμύνης, ενώ  έχει κυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ  για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982).

Η Ελλάδα επιδιώκει, στο πλαίσιο αυτό, να επιλύσει τη μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας. Η νομικής φύσεως αυτή διαφορά αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επιτελεί η
ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η Ελλάδα αποτελεί συνεπή και ειλικρινή υποστηρικτή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, γιατί θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταλύτης για την περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη και επειδή πιστεύει ότι η ένταξη της Τουρκίας θα είναι επωφελής για την ίδια, την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή.

Θεμελιώδης, βέβαια, προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι η έγκαιρη πλήρωση των ενταξιακών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ειρηνική επίλυση των διαφορών, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον χρειασθεί, έχει αναχθεί σε βασικό κριτήριο, προαπαιτούμενο και προτεραιότητα στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας και αποτυπώνεται στα θεμελιώδη ενταξιακά κείμενα (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, Εταιρική Σχέση), αλλά και στη Στρατηγική για τη Διεύρυνση, στις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου, σε Συμπεράσματα του Συμβουλίου και σε άλλα επίσημα κείμενα της ΕΕ.

Πέραν τούτου, η Τουρκία, στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας, οφείλει να εκπληρώσει βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της όσον αφορά τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας. Η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον σεβασμό από την Τουρκία των διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων της
ελληνικής μειονότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Παρά τα βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, που πραγματοποίησε πρόσφατα η Τουρκία σε σχέση με την εκεί Ελληνική μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Άγκυρα παραμένει ακόμη εγκλωβισμένη σε μια λογική παρωχημένης αμοιβαιότητας. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να συνδέει δικές της υποχρεώσεις όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θρησκευτικών ελευθεριών (όπως η επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης) με τη Μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη ή ακόμη και με την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα.

Η Ελληνική Πολιτεία, από πλευράς της, πέραν του αυτονόητου πλήρους και έμπρακτου σεβασμού των ειδικότερων προβλέψεων της συνθήκης της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου γενικότερα, αλλά και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτιστικών καταβολών και των τριών συνιστωσών της Μουσουλμανικής μειονότητας, αντιμετωπίζει τα μέλη της μειονότητας ως Έλληνες πολίτες που απολαμβάνουν πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας. Αφουγκραζόμενη τις επιθυμίες και τις ανησυχίες τους, διαβουλευόμενη μαζί τους, σχεδιάζει και εφαρμόζει μία συνεπή και συνεκτική πολιτική για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αναγκών τους σε όλους τους τομείς.

Οι απόπειρες για «γκετοποίηση» της μειονότητας και ισοπέδωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε συνιστώσας, από όπου και αν προέρχονται, αντιστρατεύονται το διεθνές δίκαιο και καταλήγουν ουσιαστικά σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών της μειονότητας. Την καλύτερη και ηχηρότερη απάντηση στις απόπειρες αυτές δίνει η ίδια η μειονότητα, με την ενεργή και γόνιμη συνεισφορά της στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας.

Η εξομάλυνση και βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, πέραν της σημασίας της στο διμερές επίπεδο, αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην αρχή του σεβασμού της καλής γειτονίας, που αποτελεί εξάλλου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εμπέδωση και θεμελίωσή της.

Αποτελεί σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας η μετατροπή της ελληνο-τουρκικής σχέσης από αντιπαραθετική σε συνεργατική. Γι’ αυτό και τείνει χείρα φιλίας στην Τουρκία, καλώντας την να συνεργαστεί, με πνεύμα συναινετικό και εποικοδομητικό, όπως αρμόζει σε γείτονες, για τη βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και την εξομάλυνση των σημείων τριβής.
 





==============================================

Χαιρετισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλου στο Ελληνο-Τουρκικό Επιχειρηματικό Συνέδριο (Αθήνα, 05.12.2014)

Παρασκευή, 05 Δεκέμβριος 2014
Ακολουθεί κείμενο σημερινού χαιρετισμού Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου στο Ελληνο-Τουρκικό Επιχειρηματικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα :
  
«Κυρίες και κύριοι,

Καλωσορίζω θερμά τα μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας της Τουρκίας και της Ελλάδος, που συμμετέχουν στο σημερινό επιχειρηματικό forum. Ο επιχειρηματικός κόσμος, ο ιδιωτικός τομέας,  με το ένστικτό του, με τους ανοικτούς ορίζοντες, έχει ήδη διαμορφώσει ένα δυναμικό πλαίσιο στις σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας. Δική μας υποχρέωση, υποχρέωση των κυβερνήσεων είναι να στηρίξουμε πολιτικά, να επιβεβαιώσουμε με τον πιο σαφή τρόπο τις κοινές αυτές προσπάθειες  και να τονίσουμε ότι παραμένουμε προσηλωμένοι στο στόχο της διεύρυνσης της οικονομικής συνεργασίας, καθώς η οικονομία κατέχει κεντρική θέση στις διμερείς μας σχέσεις.

Άλλωστε η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, μια μεγάλη αγορά, μια χώρα υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ και η Ελλάδα στηρίζει πάντοτε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υπό την αυτονόητη φυσικά προϋπόθεση της πλήρωσης των προϋποθέσεων που ισχύουν για κάθε υποψήφιο κράτος-μέλος, χωρίς να παραγνωρίζουμε το μέγεθος και τη σημασία της τουρκικής οικονομίας. Αλλά και τη σημασία που έχει η ευρωπαϊκή προοπτική μιας χώρας που είναι μαζί με την Ελλάδα, εδώ και 62 χρόνια, μέλος του ΝΑΤΟ, για τη σταθερότητα στην περιοχή μας. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι ιστορικά πυλώνες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης και της Νοτιανατολικής Μεσογείου.

Στα δύο προηγούμενα Ανώτατα Συμβούλια Συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών, προχωρήσαμε στην υπογραφή σημαντικών συμφωνιών, άρα διαθέτουμε τώρα ένα πάρα πολύ δυνατό νομικό πλαίσιο. Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία κύρωσης και επικύρωσης όπου αυτό απαιτείται. Και κυρίως να προχωρήσουμε στην εφαρμογή των νομικών αυτών κειμένων, προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεράστιο δυναμικό που διαθέτουμε σε όλους τους τομείς, στον τουρισμό, στη γεωργία, στον κατασκευαστικό τομέα, στον τομέα των τραπεζών και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

Και όλα αυτά βέβαια συνδέονται με το μεγάλο ζήτημα που έχουμε και οι δύο χώρες και οι δύο κοινωνίες, με το αίτημα για ανάπτυξη, με το αίτημα για απασχόληση, με το αίτημα για κοινωνική συνοχή.

Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αξιοποιήσουμε στο έπακρο κοινά μεγαλεπήβολα σχέδια όπως αυτό του αγωγού ΤΑΡ, που είναι η συνέχεια του ΤΑΝΑΡ, και τη δημιουργία του νότιου ενεργειακού διαδρόμου που ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις των δύο χωρών. Μετά μάλιστα τις τελευταίες εξελίξεις σε σχέση με τον South Stream όλα αυτά αποκτούν  μια πρόσθετη εξαιρετικά σημαντική αναπτυξιακή αλλά και διεθνοπολιτική διάσταση.

Είχαμε πρόσφατα, και το μνημονεύσαμε στις συνομιλίες μας, πολύ σημαντικές εξελίξεις στη συνεργασία κατασκευαστικών εταιρειών σε τρίτες χώρες, και η κοινή παρουσία των εταιρειών μας σε τρίτες χώρες, κυρίως στις χώρες του Κόλπου αλλά και αλλού είναι ένα πεδίο δόξης λαμπρό για τους επιχειρηματίες μας.

Αξίζει να σημειώσω ότι περίπου 500 ελληνικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σήμερα στην Τουρκία και φυσικά ο τουρισμός που είναι μια βαριά βιομηχανία δεν είναι απλά και μόνο μια οικονομική δραστηριότητα είναι μια οργανωμένη ανθρώπινη επαφή. Είναι ταυτόχρονα και πολιτισμός και ιστορία, είναι μια πηγή συνεχούς ανατροφοδότησης των διμερών μας σχέσεων.

Κυρίες και κύριοι,

Όπως φαντάζομαι θα έχει την ευκαιρία ο Πρωθυπουργός να πει  διεξοδικότερα, η Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια σκληρών θυσιών και εθνικής προσπάθειας βγαίνει στο ξέφωτο, αλλάζει σελίδα, βγαίνει από το μνημόνιο και την επιτήρηση της τρόικας, αποκτά ξανά την αυτοδυναμία της, την ισοτιμία της μέσα στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι λοιπόν τώρα η στιγμή να στρέψουμε την προσοχή μας στην πραγματική οικονομία και οι διμερείς επιχειρηματικές συνεργασίες, με εξέχον παράδειγμα την ελληνοτουρκική, είναι μια απόδειξη των δυνατοτήτων που έχει η ελληνική οικονομία, της εξωστρέφειάς της που πρέπει να εμπεδώσει και, βεβαίως, το ίδιο ισχύει και από τουρκικής πλευράς, είμαι βέβαιος.

Το επιχειρηματικό forum που οργανώθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Σμύρνη έστειλε ένα πάρα πολύ ηχηρό μήνυμα. Το δε σημερινό forum εδώ στην Αθήνα αυτό το μήνυμα το πολλαπλασιάζει και το εκπέμπει όχι μόνον προς τις δύο χώρες αλλά και προς την διεθνή αγορά και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.

Φυσικά καμιά οικονομική πρωτοβουλία, καμιά επιχειρηματική συνεργασία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας.  Η περιοχή μας αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή πληθώρα κρίσεων. Είναι κοινή υποχρέωσή μας με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τη διεθνή έννομη τάξη να κάνουμε όσα πρέπει και ό,τι περισσότερο μπορούμε, προκειμένου να συμβάλουμε στη σταθεροποίηση της κατάστασης, να αποτρέψουμε την κλιμάκωση της βίας, να επιβάλουμε τελικά την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.

Δε θέλω να αποκρύψω ότι το κλειδί για την επιτάχυνση των διμερών μας σχέσεων και για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι το Κυπριακό και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Αυτό είναι και προφανές και αυτονόητο και όταν υπάρχει καλή θέληση είναι εφικτό.

Υπήρξαν ισχυροί προπομποί της ελληνοτουρκικής της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Οι δύο ιστορικοί ηγέτες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού, όταν το 1930, παράλληλα με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, προώθησαν την υπογραφή διμερούς εμπορικής σύμβασης. Και ήταν για μένα μια πολύ ευτυχής στιγμή όταν στο Ankara Palace, πριν από λίγες μέρες στην Άγκυρα, στον χώρο που είχε συναντηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού, συναντήθηκα με τον Τούρκο ομόλογό μου, Μevlut Cavusoglu και φωτογραφηθήκαμε μπροστά στην ιστορική φωτογραφία των δύο ηγετών.

Κυρίες και κύριοι,

Από εμάς εξαρτάται εάν θα ακολουθήσουμε τα ίχνη των δυο αυτών μεγάλων ιστορικών ηγετών ή αν θα παραμείνουμε σε μία κατάσταση αβεβαιότητας και αδράνειας. Η ιστορία δεν συγχωρεί την αδράνεια, αλλά από την άλλη μεριά δεν συγχωρεί και τις επιπολαιότητες και τους ερασιτεχνισμούς. Με σοβαρότητα, με πολύ καλή προετοιμασία, με καλή πίστη μπορούμε να διαμορφώσουμε το πολιτικό πλαίσιο για την εντυπωσιακή αναβάθμιση των διμερών πολιτικών μας σχέσεων και για την ακόμη εντυπωσιακότερη αναβάθμιση των διμερών οικονομικών μας σχέσεων.

Καλώς ήλθατε στην Ελλάδα.

===============================================

 

============================================


===============================================================

Δεν υπάρχουν σχόλια: